ΑΡΧΑΙΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΑΟΡΙΣΤΟΣ  Β΄
 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ


Ενεστώτας
                                         Αόριστος β’


Οριστική
Οριστική
Υποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
(β΄ ενικό πρόσωπο)
Απαρεμφ.
Μετοχές

(ἄγω)
ἤγαγον
ἀγάγ-ω
ἀγάγ-οιμι
ἄγαγ-ε
ἀγαγ-εῖν
γαγών- οσα-όν

(αἱρῶ)
εἶλον
ἕλω
ἕλοιμι
ἕλε
ἑλεῖν
ἑλών- οσα-όν

(ἁμαρτάνω)
ἣμαρτον
ἁμάρτ-ω
ἁμάρτ-οιμι
 -
ἁμαρτ-εῖν
μαρτών- οσα-όν

(βάλλω)
ἔβαλον
βάλ-ω
βάλ-οιμι
βάλ-ε
βαλ-εῖν
βαλών- οσα-όν

(δάκνω)
ἔδακον
δάκ-ω
δάκ- οιμι
δάκ- ε
δακ- εῖν
δακών- οσα-όν

(ἐσθίω)
ἔφαγον
φάγ-ω
φάγ-οιμι
φάγ-ε
φαγ-εῖν
φαγών- οσα-όν

(ἔχω)
ἔσχον
σχ-ῶ
σχ-οίην
σχ-ές
σχ-εῖν
σχών- οσα-όν

(ἀποθνήσκω)
ἀπέθανον
ἀποθάν-ω
ἀποθάν-οιμι
ἀπόθαν-ε
ἀποθαν-εῖν
ποθανών- οσα-όν

(κάμνω)
ἔκαμον
κάμω
κάμοιμι
κάμε
καμεῖν
καμών- οσα-όν

(κράζω)
ἔκραγον
κράγω
κράγοιμι
κράγε
κραγεῖν
κραγών- οσα-όν

(λαγχάνω=παίρνω με κλήρο)
ἔλαχον
λάχ-ω
λάχ-οιμι
λάχ-ε
λαχν
λαχών- οσα-όν

(λανθάνω)
ἔλαθον
λάθ-ω
λάθ-οιμι
λάθ-ε
λαθ-εῖν
λαθ- οσα-όν

(λείπω)
ἔλιπον
λίπ-ω
λίπ-οιμι
λίπ-ε
λιπν
λιπών- οσα-όν

(μανθάνω)
ἔμαθον
μάθ-ω
μάθ-οιμι
μάθ-ε
μαθ-εῖν
μαθών- οσα-όν

(ὀφείλω)
ὤφελον
ὀφέλ-ω
ὀφέλ- οιμι
ὄφελε
ὀφελ- εῖν
ὀφελών- οσα-όν

(ὀφλισκάνω)
ὦφλον
ὄφλω
ὄφλ
-
ὀφλεῖν
ὀφλών- οσα-όν

(πάσχω)
ἔπαθον
πάθ-ω
πάθ-οιμι
πάθ-ε
παθ-εῖν
παθών- οσα-όν

(πείθω)
ἔπιθον
πίθ-ω
πίθ-οιμι
πίθ-ε
πιθ- εῖν
πιθ-ών- οσα-όν

(πίπτω)
ἔπεσον
πέσ-ω
πέσ-οιμι
πέσ-ε
πεσ-εῖν
πεσών- οσα-όν

(πίνω)
ἔπιον
πίω
πίοιμι
πίε
πιεῖν
πιών-οσα-όν

τέμνω
ἔτεμον
τέμω
τέμοιμι
τέμε
τεμεῖν
τεμών-οσα-όν

(τίκτω)
ἔτεκον
τέκω
τέκοιμι
τέκε
τεκεῖν
τεκών-οσα-όν

(τρέχω)
ἔδραμον
δράμ-ω
δράμ-οιμι
δράμ-ε
δραμ-εῖν
δραμών- οσα-όν

(τυγχάνω)
ἔτυχον
τύχ-ω
τύχ-οιμι
τύχ-ε
τυχ-εῖν
τυχών- οσα-όν

(φέρω)
ἤνεγκον
ἐνέγκ-ω
ἐνέγκ-οιμι
ἐνέγκ-ε
ἐνεγκ-εῖν
νεγκών- οσα-όν

(φεύγω)
ἔφυγον
φύγ-ω
φύγ-οιμι
φύγ-ε
φυγ-εῖν
φυγ- οσα-όν

(ἔρχομαι)
ἦλθον
ἔλθ-ω
ἔλθ-οιμι
ἐλθ
ἐλθ-εῖν
λθών- οσα-όν

(λέγω)
εἶπον
εἴπ-ω
εἴπ-οιμι
εἰπ  -έ
εἰπ-εῖν
επών- οσα-όν

(εὑρίσκω)
ηὗρον ή εὗρον
εὕρ-ω
εὕρ-οιμι
εὑρ -έ
εὑρ-εῖν
ερών- οσα-όν

(ὁρῶ)
εἶδον
ἴδ-ω
ἴδ-οιμι
ἰδ    -έ
ἰδν
δών- οσα-όν

(λαμβάνω)
ἔλαβον
λάβ-ω
λάβ-οιμι
λαβ- έ
λαβ-εῖν
λαβών- οσα-όν

γιγνώσκω
ἔγνων
γν-ῶ
γν-οίην
γν-ῶθι
γν-ῶναι
γνούς-οῦσα-όν

βαίνω
ἔβην        
βῶ
β-αίην
βῆθι
βῆναι-
βάς- ᾶσα- αν

(ἐρωτῶ)
ἠρόμην
ἔρ-ωμαι
ἐρ-οίμην
ἐρ-οῦ
ἐρ-έσθαι
ρ όμενος-η-ον

(τρέπομαι)
ἐτραπόμην
τράπ-ωμαι
τραποίμην
τραπ-οῦ
τραπ-έσθαι
τράπ όμενος-η-ον

(πυνθάνομαι)
ἐπυθόμην
πύθ-ωμαι
πυθ-οίμην
πυθ-οῦ
πυθ-έσθαι
πυθ-όμενος-η-ον

(αἰσθάνομαι)
ἠσθόμην
αἴσθ-ωμαι
αἰσθ-οίμην
αἰσθ-οῦ
αἰσθ-έσθαι
αἰσθ-όμενος-η-ον

(γίγνομαι)
ἐγενόμην
γέν-ωμαι
γεν-οίμην
γεν-οῦ
γεν-έσθαι
γεν-όμενος-η-ον

ἕπομαι
ἑσπομην
σπ-ῶμαι
σποίμην
σπ-οῦ
σπ-έσθαι
σπ-όμενος-η-ον

ἀφικνοῦμαι
ἀφικόμην
ἀφίκομαι
ἀφικοίμην
ἀφικ-οῦ
ἀφικ-έσθαι
ἀφικ-όμενος-η-ον




                                                                   ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ

Ενεστώτας
                                         Αόριστος β’

Οριστική
Οριστική
Υποτακτική
Ευκτική
Προστακτική
(β΄ ενικό πρόσωπο)
Απαρεμφ.
Μετοχές
(ἄγομαι)
ἠγαγόμην
ἀγάγ-ωμαι
ἀγαγ- οίμην
ἀγαγ - οῦ
ἀγαγ-έσθαι
γαγόμενος-η-ον
(αἰσθάνομαι)
ἠσθόμην
αἴσθ-ωμαι
αἰσθ-οίμην
αἰσθ-οῦ
αἰσθ-έσθαι
αἰσθ-όμενος-η-ον
ρομαι)
εἱλόμην
ἕλ-ωμαι
ἑλ-οίμην
ἑλ-οῦ
ἑλ-έσθαι
ἑλ-όμενος-η-ον
ἀπεχθάνομαι
ἀπηχθόμην
ἀπέχθωμαι
ἀπεχθ-οίμην
ἀπεχθοῦ
ἀπεχθέσθαι
ἀπεχθόμενος-η-ον
ἀπόλλυμαι
ἀπωλόμην
ἀπόλωμαι
ἀπολ-οίμην
ἀπολοῦ
ἀπολέσθαι
ἀπο-λόμενος-η-ον
(ἀφικνοῦμαι)
ἀφικόμην
ἀφίκ-ωμαι
ἀφικ-οίμην
ἀφικ-οῦ
ἀφικ-έσθαι
ἀφικ-όμενος-η-ον
(βάλλομαι)
ἐβαλόμην
βάλ- ωμαι
βαλ- οίμην
βαλ- οῦ
βαλ-έσθαι
βαλ όμενος-η-ον
(γίγνομαι)
ἐγενόμην
γέν-ωμαι
γεν-οίμην
γεν-οῦ
γεν-έσθαι
γεν-όμενος-η-ον
ἐγείρομαι
ἠγρόμην
ἔγρωμαι
ἐγρ-οίμην
ἐγροῦ
ἐγρ-έσθαι
ἐγρ- όμενος-η-ον
ἕπομαι
ἑσπομην
σπ-ῶμαι
σπ-οίμην
σπ-οῦ
σπ-έσθαι
σπ-όμενος-η-ον
(ἐρωτῶ)
ἠρόμην
ἔρ-ωμαι
ἐρ-οίμην
ἐρ-οῦ
ἐρ-έσθαι
ρ- όμενος-η-ον
(εὑρίσκομαι)
ηὗ(εὑ )ρόμην
εὕρ-ωμαι
εὑρ- οίμην
εὑρ- οῦ
εὑρ-έσθαι
ερ- όμενος-η-ον
(ἔχομαι)
ἐσχόμην
σχ-ῶμαι
σχ-οίμην
σχ- οῦ
σχ-έσθαι
σχ- όμενος-η-ον
(λαμβάνομαι)
ἐλαβόμην
λάβ-ωμαι
λαβ- οίμην
λαβ- οῦ
λαβ-έσθαι
λαβ- όμενος-η-ον
(ἐπιλανθάνομαι)
ἐπελαθόμην
ἐπιλάθ-ωμαι
ἐπιλαθ- οίμην
ἐπιλαθ- οῦ
ἐπιλαθ-έσθαι
ἐπιλαθ όμενος-η-ον
(λέγομαι)
εἶπόμην
εἴπ-ωμαι
εἰπ- οίμην
εἰπ- οῦ
εἰπ-έσθαι
επ όμενος-η-ον
(λείπομαι)
ἐλιπόμην
λίπ-ωμαι
λιπ- οίμην
λιπ - οῦ
λιπ-έσθαι
λιπόμενος-η-ον
(ὁρῶμαι)
εἰδόμην
ἴδ-ωμαι
ἰδ- οίμην
ἰδ-  οῦ
ἰδ-έσθαι
δόμενος-η-ον
πείθομαι
ἐπιθόμην
πίθωμαι
πιθοίμην
πιθ-οῦ
πιθέσθαι
πιθόμενος-η-ον
(πυνθάνομαι)
ἐπυθόμην
πύθ-ωμαι
πυθ-οίμην
πυθ-οῦ
πυθ-έσθαι
πυθ-όμενος-η-ον
τέμνομαι
ἐτεμόμην
τέμωμαι
τεμ-οίμην
τεμοῦ
τεμ-έσθαι
τεμόμενος-η-ον
(τρέπομαι)
ἐτραπόμην
τράπ-ωμαι
τραποίμην
τραπ-οῦ
τραπ-έσθαι
τράπόμενος-η-ον
(ὑπισχνοῦμαι)
ὑπεσχνούμην
ὑπόσχωμαι
ὑποσχοίμην
-
ὑπο-σχέσθαι
ποσχόμενος-η-ον
(φέρομαι)
ἠνεγκόμην
ἐνέγκ-ωμαι
ἐνεγκ- οίμην
ἐνεγκ -οῦ
ἐνεγκ-έσθαι
νεγκόμενος-η-ον


Παρατηρήσεις
(1) Η ευκτική του σχον (έχω) κλίνεται:
ιδιόρρυθμα όταν είναι απλή
κανονικά όταν είναι σύνθετη

σχοίην
σχοίης
σχοίη
σχοίημεν   κ  σχομεν
σχοίητε     κ σχοτε
σχοίησαν  κ σχοεν
π.χ.
παρά-σχοιμι
παρά-σχοις
παρά-σχοι
παρά-σχοιμεν
παρά-σχοιτε
παρά-σχοιεν



Οι τύποι  προσσ... ανήκουν στο ρ. προσ-έχω, οι τύποι   προσ...   ανήκουν στο ρ. προ-έχω.
π.χ.   πρόσσχω < πρόσ-σχω   < προσ-έσχον   < προσ-έχω πρόσχω    < πρό-σχω    < προ-έσχον     < προ-έχω
Ο Αόριστος β' του λέγω: α) στην οριστική κλίνεται: επον, επας, επε, επομεν, επα­τε, είπον, β) στην προστακτική κλίνεται: επέ, επέτω κ' επάτω, επετε κ' επατε, επό-ντων κ' επάτωσαν. Οι τύποι με -α- προήλθαν από τον Αόριστο α' είπα, ο οποίος δανείζει τους λίγους τύπους που σχηματίζει, στον Αόριστο β'.
Οι προστακτικές των       μαρτον        (άμαρτάνω)
                                           πηχθόμην     (απεχθάνομαι)                  ελλείπουν.
                                        φλον           (όφλισκάνω)



Παρουσιάζουν ανωμαλία κατά την αφαίρεση της αύξησης της οριστικής οι Αόριστοι β'   ελον    ->     λω,
επον    ->     επω εδον    ->     δω
(6) Οι υποτακτικές σχώ (έχω) και σπώμαι (έπομαι) με πρόθεση ανεβάζουν τον τόνο.
π.χ.   σχ
αλλά
παράσχω
σπῶμαι
αλλά
πίσπωμαι
σχς

παράσχης
σπ

πίσπη
σχ

παράσχη
σπται

πίσπηται
σχμεν

παράσχωμεν
σπώμεθα

πισπώμεθα
σχτε

παράσχητε
σπσθε

πίσπησθε
σχῶσι

παράσχωσι
σπῶνται

πίσπωνται



β' ενικό προστακτικής Αορίστου β'
Ε.Φ.Τονίζεται στην παραλήγουσα ή προπαραλήγουσα (όσο πιο ψηλά γίνεται). π.χ. μάθε, άγαγε
Εξαιρούνται
έλθέ (έρχομαι),
εύρε (ευρίσκω),
δέ (όρώ),
επε (λέγω),
λαβέ (λαμβάνω).
Με πρόθεση όμως ανεβάζουν τον τόνο στη λήγουσα της πρόθεσης.
π.χ.
πελθε, ξερε, πάριδε, πρόειπε, παράλαβε
Μ.Φ.   τονίζεται στη λήγουσα και περισπάται.
π.χ. φικο, παραγενο
Εξαιρούνται οι μονοσύλλαβες σχο (έχομαι), θο (τίθεμαι), δο (δίδομαι), σπο που όταν ενωθούν με δισύλλαβη πρόθεση, ανεβάζουν τον τόνο σα της πρόθεσης.
π.χ. παράσχου, κατάθου, παράδου, πίσπου αλλά νσχο, νθο, κδο, συσπο

Όι μονοσύλλαβες σχές (έχω), θές (τίθημι), δός (δίδωμι), ς (ημι). Με πρόθεση όμως ανεβάζουν τον τόνο στη λήγουσα της πρόθεση.
π.χ. έπίσχες, παράθες, συνέκδος, άφες

1.    Να συμπληρώσεις τους τύπους που λείπουν στον παρακάτω πίνακα:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
βαλον





μαθες





λαβε





φύγομεν





γάγετε





πιθον





ΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ
ΕΥΚΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ
ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
ΜΕΤΟΧΗ
βαλόμην





τράπου





γένετο





πιθόμεθα





πύθεσθε





σθοντο





2.    Να βρεις σε ποιο ρήμα ανήκει κάθε ρηματικός τύπος β΄ αορίστου:
σθοντο                           παράβαλε                               γαγών
πεσε                               τυχεν                                 πάθε
λαβέ                                μαθόντων                           πυθόμενοι
μάρτοι                            ερεν                                    πιθέσθαι
δόντας                           παθόντες                               εροιμι

Σχόλια