|
νοῦς
ὑγιὴς ἐν σώματι ὑγιεῖ
|
η πνευματική υγεία συνδέεται με την
σωματική
|
εὖ ἀγωνίζεσθαι
|
το να αγωνίζεσαι όπως πρέπει
|
πὺξ
λὰξ
|
με γροθιές και με κλοτσιές
|
κύκνειον
ἄσμα
|
το τελευταίο έργο κάποιου δημιουργού
|
δημοσίᾳ
δαπάνη
|
με έξοδα του κράτους
|
τὰ
παιδία παίζει
|
τα παιδιά παίζουν
|
γνῶθι
σαυτὸν
|
γνώριζε τον ευατό σου
|
ἔπεα
πτερόεντα
|
λόγια που πετούν
|
τὸ δὶς
ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ
|
το να κάνεις δυο φορές το ίδιο λάθος δε
χαρακτηρίζει σοφό άνθρωπο
|
εὕρηκα!
εὕρηκα!
|
βρήκα, βρήκα
|
εὖ ζῆν
|
ζωή με ηθικές και πνευματικές αξίες
|
μολὼν
λαβὲ
|
έλα να τα πάρεις (τα όπλα)
|
μὴ
μου ἅπτου
|
μη μ’ αγγίζεις
|
καινὰ
δαιμόνια
|
νέες ιδέες
|
στήλη
ἅλατος
|
στήλη από αλάτι, ακίνητος
|
ἆρον
ἆρον
|
πολύ βιαστικά
|
ἀπὸ
μηχανῆς θεὸς
|
αυτό που γίνεται απρόσμενα
|
γόρδιος
δεσμὸς
|
ο δεσμός στο Γόρδιο, κάθε πρόβλημα που
λύνεται δύσκολα
|
|
|
|
|
|
|
2η ενότητα
«Η εκπαίδευση
των παιδιών στην αρχαία Αθήνα»
Ἐν Ἀθήναις
διδάσκουσι
|
Στην
Αθήνα διδάσκουν
|
καὶ
νουθετοῦσι τοὺς παῖδας μετ’ ἐπιμελείας.
|
και
νουθετούν τα παιδιά με φροντίδα.
|
Πρῶτον
μὲν καὶ τροφὸς καὶ μήτηρ
|
Πρώτα
πρώτα η παραμάνα και η μητέρα
|
καὶ
παιδαγωγὸς καὶ αὐτὸς ὁ πατὴρ ἐπιμελοῦνται.
|
και
ο παιδαγωγός και ο ίδιος ο πατέρας φροντίζουν
|
ὅπως
βέλτιστος γενήσεται ὁ παῖς,
|
πώς
θα γίνει το παιδί ακόμα καλύτερο
|
διδάσκοντες
ὅτι τὸ μὲν δίκαιόν ἐστι,
|
διδάσκοντας
ότι το ένα είναι δίκαιο,
|
τὸ δὲ
ἄδικον καὶ τόδε μὲν καλόν, τόδε δὲ αἰσχρόν.
|
το
άλλο άδικο, αυτό ωραίο, το άλλο άσχημο.
|
Εἶτα
δέ, ἐπειδὰν οἱ παῖδες εἰς ἡλικίαν ἔλθωσιν,
|
Έπειτα,
όταν φτάσουν τα παιδιά στην κατάλληλη ηλικία
|
οἱ
γονεῖς εἰς (οἴκους) διδασκάλων πέμπουσιν
|
οι
γονείς τα στέλνουν στα σπίτια των δασκάλων,
|
ἔνθα
οἱ μὲν γραμματισταὶ ἐπιμελοῦνται
|
όπου
οι δάσκαλοι της γραφής και της ανάγνωσης φροντίζουν
|
ὅπως
γράμματα μάθωσιν
|
να
μάθουν γράμματα
|
καὶ
τὰ γεγραμμένα ἐννοῶσι,
|
και
να καταλαβαίνουν όσα είναι γραμμένα,
|
οἱ δὲ
κιθαρισταὶ τῷ κιθαρίζειν πειρῶνται
|
ενώ
οι κιθαριστές με το να παίζουν λύρα προσπαθούν
|
ἡμερωτέρους
αὐτοὺς ποιεῖν
|
να
τα κάνουν πιο ήμερα
|
καὶ
οἰκειοῦσι τὰς ψυχὰς τῶν παίδων
|
και
εξοικειώνουν την ψυχή τους
|
πρὸς
τὸν ῥυθμὸν καὶ τὴν ἁρμονίαν.
|
στο
ρυθμό και την αρμονία.
|
Ἔτι οἱ παῖδες
φοιτῶσιν
|
Επιπλέον,
τα παιδιά συχνάζουν
|
ἐν γυμνασίοις
καὶ παλαίστραις,
|
στα
γυμναστήρια και στις παλαίστρες,
|
ἔνθα
οἱ παιδοτρίβαι ποιοῦσι
|
όπου
οι δάσκαλοι της γυμναστικής κάνουν
|
βελτίω
τὰ σώματα αὐτῶν,
|
τα
σώματά τους πιο δυνατά,
|
ἵνα
μὴ ἀναγκάζωνται ἀποδειλιᾶν
|
για
να μην αναγκάζονται να δειλιάζουν
|
διὰ
τὴν πονηρίαν τῶν σωμάτων.
|
εξαιτίας
της κακής σωματικής κατάστασης.
|
|
|
|
|
|
|
3η ενότητα
«Επαγγέλματα των
αρχαίων Αθηναίων»
Ἀθηναῖοι,
ὡς καὶ οἱ κατοικοῦντες ἑτέρας πόλεις,
|
Οι Αθηναίοι, όπως και αυτοί
που κατοικούν στις άλλες πόλεις,
|
πολλὰ
ἐπιτηδεύουσιν ἐν τῷ βίῳ,
|
ασκούν
πολλά επαγγέλματα στη ζωή τους,
|
ἵνα
πορίζωνται τὰ ἀναγκαῖα:
|
για να
εξασφαλίζουν τα αναγκαία:
|
Ναυσικύδης
ὤν ναύκληρος ἐσπούδαζε
|
Ο Ναυσικύδης που ήταν
πλοιοκτήτης, μεριμνούσε
|
περὶ
τὴν τροφὴν τοῦ σώματος ἑαυτῷ καὶ τοῖς οἰκείοις,
|
για τη συντήρηση του εαυτού
του και των δικών του,
|
τοῦτ’
αὐτό δὲ ἐποίουν
|
και το
ίδιο ακριβώς έκαναν
|
Ξένων
ὁ ἔμπορος καὶ Ξενοκλῆς ὁ κάπηλος.
|
ο Ξένων ο έμπορος και ο
Ξενοκλής ο μικροπωλητής.
|
Πολύζηλος
ἔτρεφεν ἑαυτόν καὶ οἰκέτας
|
Ο Πολύζηλος συντηρούσε τον
εαυτό του και τους οικιακούς του δούλους
|
ἀπὸ
ἀλφιτοποιίας,
|
με την
παρασκευή κριθάλευρου,
|
ἔτι
δὲ πολλάκις
|
και ακόμα μερικές φορές
|
ἐλειτούργει
τῇ πόλει.
|
προσέφερε δημόσια υπηρεσία
στην πόλη με δικά του χρήματα.
|
Γλαύκων
ὁ Χολαργεύς ἐγεώργει
|
ο
Γλαύκων από το Χολαργό ήταν γεωργός
|
καὶ
ἔτρεφε βοῦς,
|
και
έτρεφε βόδια,
|
Δημέας
δὲ διετρέφετο
|
ο
Δημέας ζούσε
|
ἀπὸ
χλαμυδουργίας,
|
από την
τέχνη της κατασκευής χλαμύδων,
|
οἱ
πλεῖστοι δὲ Μεγαρέων ἀπὸ ἐξωμιδοποιίας.
|
και οι περισσότεροι από τους
Μεγαρείς από την τέχνη της κατασκευής εξωμίδων.
|
Οὐκ
ὀλίγοι τῶν πολιτῶν ἐξαμάνθανον τέχνην τινά,
|
Αρκετοί από τους πολίτες
μάθαιναν καλά κάποια τέχνη,
|
οἷον
τὴν (τέχνην) τῶν λιθοξόων,
|
όπως
την τέχνη του μαρμαρά,
|
κεραμέων,
τεκτόνων, σκυτοτόμων,
|
του
κεραμέα, του μαραγκού, του τσαγκάρη,
|
καὶ
ἐξειργάζοντο πλεῖστα ἐπιτήδεια τῷ βίῳ.
|
και εξασφάλιζαν πάρα πολλά
αναγκαία αγαθά για τη ζωή τους.
|
|
|
|
|
|
|
4η ενότητα
«Ένα ταξίδι
επιστημονικής φαντασίας»
Πλέομεν
ὅσον τριακοσίους σταδίους
|
Πλέουμε
περίπου τριακόσια στάδια
|
καὶ
προσφερόμεθα νήσῳ μικρᾷ καὶ ἐρήμῃ.
|
και
αγκυροβολούμε σ' ένα νησί μικρό και έρημο.
|
Μείναντες
δὲ ἐν τῇ νήσῳ πέντε ἡμέρας,
|
Κι
αφού μείναμε στο νησί πέντε μέρες,
|
τῇ
ἕκτῃ ἐξορμῶμεν καὶ τῇ ὀγδόῃ καθορῶμεν
|
την
έκτη ξεκινούμε και την όγδοη διακρίνουμε
|
πολλοὺς
ἀνθρώπους διαθέοντας ἐπὶ τοῦ πελάγους,
|
πολλούς
ανθρώπους να τρέχουν εδώ κι εκεί πάνω στη θάλασσα,
|
προσεοικότας
ἅπαντα ἡμῖν καὶ τὰ σώματα καὶ τὰ μεγέθη,
|
που
έμοιαζαν με μας σε όλα και στο σώμα και στο ανάστημα
|
πλὴν τῶν
ποδῶν μόνων·
|
εκτός μόνο από τα πόδια·
|
ταῦτα
γὰρ ἔχουσι φέλλινα·
|
γιατί αυτά τα είχαν
κατασκευασμένα από φελλό·
|
ἀφ’ οὗ
δὴ, οἶμαι, καὶ καλοῦνται Φελλόποδες.
|
γι’
αυτό το λόγο μάλιστα, νομίζω, και ονομάζονται Φελλόποδες.
|
Θαυμάζομεν
οὖν ὁρῶντες οὐ βαπτιζομένους,
|
Απορούμε,
λοιπόν, βλέποντάς τους να μη βουλιάζουν,
|
ἀλλὰ
ὑπερέχοντας τῶν κυμάτων
|
αλλά να μένουν πάνω στα κύματα
|
καὶ
ὁδοιποροῦντας ἀδεῶς.
|
και να βαδίζουν χωρίς φόβο.
|
Οἱ δὲ
καὶ προσέρχονται καὶ ἀσπάζονται ἡμᾶς
|
Και
αυτοί μας πλησιάζουν και μας καλωσορίζουν
|
λέγουσί
τε ἑλληνικῇ φωνῇ
|
και μας λένε στα ελληνικά
|
ἐπείγεσθαι
εἰς Φελλὼ τὴν αὐτῶν πατρίδα.
|
ότι
βιάζονται (να φτάσουν) στη Φελλώ, την πατρίδα τους.
|
Μέχρι
μὲν οὖν τινος συνοδοιποροῦσι ἡμῖν παραθέοντες,
|
Ως
ένα σημείο, λοιπόν, μας συνοδεύουν τρέχοντας δίπλα μας,
|
εἶτα
ἀποτρεπόμενοι τῆς ὁδοῦ βαδίζουσιν
|
και
έπειτα, αλλάζοντας δρόμο, προχωρούν
|
ἐπευχόμενοι
ἡμῖν εὔπλοιαν.
|
ευχόμενοι σε μας «καλό
ταξίδι».
|
|
|
|
|
|
|
5η ενότητα
«Ο πλούτος της αττικής
γης»
Τῶν Ἀθήνησι
προεστηκότων τινὲς ἔλεγον
|
Μερικοί
από τους ηγέτες της Αθήνας έλεγαν
|
ὡς
γιγνώσκουσι μὲν τὸ δίκαιον,
|
ότι δήθεν γνωρίζουν το δίκαιο,
|
ἀναγκάζονται
δὲ διὰ τὴν πενίαν τοῦ πλήθους
|
όμως
λόγω της φτώχειας του λαού αναγκάζονται
|
ἀδικώτεροι
εἶναι περὶ τὰς πόλεις.
|
να είναι άδικοι απέναντι στις
(άλλες) πόλεις.
|
Ἐκ
τούτου ἐπεχείρησα σκοπεῖν
|
Εξαιτίας αυτού επιχείρησα να
διερευνήσω
|
εἴ πῃ
δύναιντο ἄν οἱ πολῖται
|
αν θα μπορούσαν με κάποιο
τρόπο οι πολίτες
|
διατρέφεσθαι
ἐκ τῆς ἑαυτῶν (χώρας).
|
να συντηρηθούν από τη χώρα
τους.
|
Τοῦτο μὲν
οὖν εὐθύς ἀνεφαίνετό μοι,
|
Άρχισα, λοιπόν, να σχηματίζω
την εξής γνώμη,
|
ὅτι
ἡ χώρα πέφυκεν
|
ότι δηλαδή η χώρα είναι από τη
φύση της ικανή
|
οἵα
παρέχεσθαι πλείστας προσόδους.
|
να παρέχει πάρα πολλούς πόρους/
έσοδα.
|
Αἱ μὲν
γὰρ ὧραι ἐνθάδε πρᾳόταταί εἰσίν·
|
Γιατί οι εποχές εδώ είναι πάρα
πολύ ήπιες·
|
ἅ δὲ
πολλαχοῦ οὐδὲ βλαστάνει
|
και
τα φυτά που σε πολλά μέρη ούτε καν φυτρώνουν
|
καρποφορεῖ
ἐνθάδε.
|
καρποφορούν εδώ.
|
Ὥσπερ δὲ
ἡ γῆ (παμφορωτάτη ἐστίν),
|
Και
όπως ακριβώς η γη παράγει κάθε λογής αγαθά,
|
οὕτω καὶ
ἡ θάλαττα περὶ τὴν χώραν
|
έτσι και η θάλασσα γύρω από τη
χώρα
|
παμφορωτάτη
ἐστίν.
|
είναι πολύ προσοδοφόρα.
|
Καὶ μὴν
ὅσαπερ ἀγαθά ἐν ταῖς ὥραις
|
Και ασφαλώς, όσα, βέβαια,
αγαθά σε κάθε εποχή
|
οἱ
θεοὶ παρέχουσι (τοῖς ἀνθρώποις),
|
δίνουν οι θεοί στους
ανθρώπους,
|
καὶ ταῦτα
πάντα ἐνταῦθα πρῳαίτατα μὲν ἄρχεται,
|
και
αυτά όλα εδώ πάρα πολύ νωρίς αρχίζουν
|
ὀψιαίτατα
δὲ λήγει.
|
και πάρα πολύ αργά σταματούν.
|
Πρὸς
τούτοις ἡ χώρα ἔχει καὶ ἀίδια ἀγαθά.
|
Επιπλέον,
η χώρα έχει και παντοτινά αγαθά.
|
Πέφυκε
μὲν γὰρ ἐν αὐτῇ ἄφθονος λίθος,
|
Έτσι,
από τη φύση υπάρχει σ’ αυτήν άφθονο μάρμαρο,
|
ἐξ
οὗ γίγνονται κάλλιστοι μὲν ναοί,
|
από το οποίο γίνονται πάρα
πολύ όμορφοι ναοί,
|
κάλλιστοι
δὲ βωμοί,
|
πολύ ωραίοι βωμοί,
|
εὐπρεπέστατα
δὲ θεοῖς ἀγάλματα.
|
και πολύ κομψά για τους θεούς
αγάλματα.
|
Ἔστι δὲ
καὶ γῆ
|
Υπάρχουν όμως και μερικές
περιοχές
|
ἥ
σπειρομένη μὲν οὐ φέρει καρπόν,
|
που,
όταν καλλιεργούνται, δεν παράγουν καρπούς,
|
ὀρυττομένη
δὲ τρέφει
|
όταν
όμως αξιοποιούνται για εξόρυξη, μπορούν να θρέψουν
|
πολλαπλασίους
ἤ εἰ σῖτον ἔφερε.
|
πολύ
περισσότερους απ’ όσους θα έτρεφαν αν καλλιεργούνταν.
|
Καὶ μὴν
ὑπάργυρός ἐστι.
|
Και ασφαλώς έχει κοιτάσματα
αργύρου.
|
|
|
|
|
|
|
6η Ενότητα
«Η ομορφιά δεν
είναι το παν»
Ἔλαφος
εὐμεγέθης ὥρᾳ θέρους
|
Ένα
μεγαλόσωμο ελάφι σε εποχή καλοκαιριού,
|
διψῶν
παραγίνεται
|
καθώς
διψούσε, φτάνει κοντά
|
ἐπί
τινα πηγήν διαυγῆ καὶ βαθεῖαν
|
σε
κάποια καθαρή και βαθιά πηγή
|
καὶ
πιών ὅσον ἤθελεν
|
και,
αφού ήπιε όσο (νερό) ήθελε,
|
προσεῖχεν
τῇ ἰδέᾳ τοῦ σώματος.
|
παρατηρούσε
τη μορφή του σώματός του.
|
Καὶ
μάλιστα μὲν ἐπήνει τὴν φύσιν τῶν κεράτων
|
Και
κυρίως επαινούσε τη φύση των κεράτων του
|
ὡς
κόσμος εἴη παντί τῷ σώματι.
|
με
την ιδέα ότι αυτά ήταν στολίδι για όλο το σώμα του.
|
Ἔψεγεν
δὲ τὴν λεπτότητα τῶν σκελῶν
|
Αντίθετα,
κατηγορούσε τα λεπτά του πόδια,
|
ὡς οὐχ
οἵων τε ὄντων
|
επειδή,
κατὰ τη γνώμη του, δεν μπορούσαν
|
φέρειν
πᾶν τὸ βάρος.
|
να
αντέξουν όλο το βάρος του.
|
Ἐν ὧ δὲ
πρὸς τούτοις ἦν,
|
Και
ενώ ασχολούνταν με αυτά,
|
αἰφνιδίως
ἀκούεται ὑλακή τε κυνῶν
|
ξαφνικά
ακούγεται γάβγισμα σκυλιών
|
καὶ
κυνηγέται πλησίον .
|
και
κυνηγοί το πλησιάζουν.
|
Ὁ δὲ ὥρμα
πρὸς φυγήν
|
Αυτό
άρχισε να τρέχει ορμητικά, για να ξεφύγει,
|
καὶ
μέχρις ὅπου διὰ πεδίου ἐποιεῖτο τὸν δρόμον,
|
και
όσο έτρεχε σε ομαλό έδαφος,
|
ἐσώζετο
ὑπὸ τῆς ὠκύτητος τῶν σκελῶν.
|
σωζόταν
από την ταχύτητα των ποδιών του.
|
Ἐπεὶ δὲ
ἐνέπεσεν εἰς πυκνήν καὶ δασεῖαν ὕλην,
|
Όταν
όμως έφτασε σε αδιαπέραστο και πυκνό δάσος,
|
ἐμπλακέντων
αὐτῷ τῶν κεράτων ἑάλω,
|
επειδή
του μπλέχτηκαν τα κέρατα, παγιδεύτηκε
|
μαθὼν
πείρᾳ
|
και
έμαθε εξ ιδίας πείρας
|
ὅτι ἄρα
ἦν ἄδικος κριτὴς τῶν ἰδίων
|
ότι
πράγματι ήταν άδικος κριτής των ατομικών του γνωρισμάτων,
|
ψέγων μὲν
τὰ σώζοντα,
|
γιατί
κατηγορούσε αυτά που το έσωζαν,
|
ἐπαινῶν
δὲ τὰ προδόντα αὑτόν.
|
ενώ
επαινούσε αυτά που το πρόδωσαν.
|
|
|
|
|
|
|
7η Ενότητα
«Η λύση του
γόρδιου δεσμού»
Ὡς δὲ
Άλέξανδρος παρῆλθεν ἐς Γόρδιον,
|
Όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στο Γόρδιο,
|
πόθος
λαμβάνει αὐτὸν ἰδεῖν τὴν ἅμαξαν τὴν Γορδίου
|
τον
κατέλαβε πόθος να δει την άμαξα του Γορδίου
|
καὶ τὸν
δεσμόν τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης.
|
και το δεσμό του ζυγού της
άμαξας.
|
Πρὸς δὲ
δὴ ἄλλοις καὶ τόδε ἐμυθεύετο περὶ τῆς ἁμάξης,
|
Και
μεταξύ άλλων, βέβαια, και αυτό λεγόταν για την άμαξα,
|
ὅστις
λύσειε τὸν δεσμόν τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης,
|
ότι
δηλαδή, όποιος λύσει το δεσμό του ζυγού της άμαξας,
|
τοῦτον
χρῆναι ἄρξαι τῆς Ἀσίας.
|
αυτός
ήταν ορισμένο από τη μοίρα να εξουσιάσει την Ασία.
|
Ἦν δὲ ὁ
δεσμὸς ἐκ φλοιοῦ κρανίας
|
Ο δεσμός ήταν από φλούδα
κρανιάς
|
καὶ
τούτου οὔτε τέλος οὔτε ἀρχὴ ἐφαίνετο.
|
και αυτού δε φαινόταν ούτε
τέλος ούτε αρχή.
|
Ἀλέξανδρος
δὲ, ὡς ἀπόρως μὲν εἶχεν ἐξευρεῖν λύσιν τοῦ δεσμοῦ,
|
Ο
Αλέξανδρος, επειδή αδυνατούσε να βρει τη λύση του δεσμού,
|
οὐκ ἤθελε
δὲ περιιδεῖν ἄλυτον,
|
αλλά και δεν ήθελε να τον
αφήσει άλυτο,
|
(φοβούμενος)
μὴ καὶ τοῦτο ἐργάσηται κίνησίν τινα ἐς τοὺς πολλούς,
|
γιατί
φοβόταν μήπως αυτό προκαλέσει κάποια αναταραχή στο πλήθος,
|
παίσας
τὸν δεσμόν τῷ ξίφει διέκοψεν
|
αφού
χτύπησε το δεσμό με το ξίφος του, τον έκοψε
|
καὶ ἔφη
λελύσθαι.
|
και
είπε ότι λύθηκε.
|
Ἀπηλλάγη
δ’ οὖν ἀπό τῆς ἁμάξης αὐτός τε καὶ οἱ ἀμφ’ αὐτόν
|
Απομακρύνθηκε,
λοιπόν, από την άμαξα ο ίδιος και οι σύντροφοί του
|
ὡς
ξυμβεβηκότος τοῦ λογίου
|
με την ιδέα ότι είχε
εκπληρωθεί ο χρησμός
|
τοῦ ἐπὶ
τῇ λύσει τοῦ δεσμοῦ.
|
για τη λύση του δεσμού.
|
Καὶ γὰρ
καὶ τῆς νυκτός ἐκείνης βρονταί τε
|
Και πράγματι τη νύχτα εκείνη
βροντές
|
καὶ
σέλας ἐξ οὐρανοῦ ἐπεσήμηναν·
|
και
λάμψη από τον ουρανό έδωσαν σημείο επιδοκιμασίας·
|
καὶ ἐπὶ
τούτοις Ἀλέξανδρος τῇ ὑστεραίᾳ
|
γι’
αυτό το λόγο ο Αλέξανδρος την επόμενη μέρα
|
ἔθυε τοῖς
φήνασι θεοῖς τὰ τε σημεῖα
|
πρόσφερε
θυσία στους θεούς που του φανέρωσαν τα σημάδια
|
καὶ τὴν
λύσιν τοῦ δεσμοῦ.
|
και
τον τρόπο λύσης του δεσμού.
|
|
|
|
|
|
|
8η Ενότητα
« Ένα μοιραίο
λάθος»
ΖΗΝ.:Σύ,
ὦ Καλλιδημίδη, πῶς ἀπέθανες;
|
ΖΗΝ.:
Εσύ, Καλλιδημίδη, πώς πέθανες;
|
Ἐγώ μὲν
γὰρ παράσιτος ὤν Δεινίου
|
Εγώ, πάντως, όντας κοντά στον
Δεινία
|
ἀπεπνίγην
ἐμφαγὼν πλέον τοῦ ἱκανοῦ.
|
έσκασα
επειδή έφαγα περισσότερο απ’ όσο έπρεπε.
|
ΚΑΛ.: Τὸ
δὲ ἐμόν ἐγένετο παράδοξόν τι.
|
ΚΑΛ.:
Και η δική μου περίπτωση υπήρξε κάπως περίεργη.
|
Οἶσθα γὰρ
καὶ σύ που Πτοιόδωρον τὸν γέροντα;
|
Γνωρίζεις
και εσύ ίσως τον Πτοιόδωρο το γέροντα;
|
ΖΗΝ.: Τὸν
ἄτεκνον, τὸν πλούσιον;
|
ΖΗΝ.: Εννοείς τον άτεκνο, τον
πλούσιο;
|
ΚΑΛ.: Ἐκεῖνον
αὐτὸν ἀεὶ ἐθεράπευον
|
ΚΑΛ.: Εκείνον ακριβώς τον
φρόντιζα συνεχώς,
|
ὑπισχνούμενον
τεθνήξεσθαι ἐπ’ ἐμοί.
|
επειδή
υποσχόταν ότι, όταν θα πέθαινε, θα με άφηνε κληρονόμο του.
|
Ἐπεὶ δὲ
ὁ γέρων ἔζη ὑπὲρ τὸν Τιθωνόν,
|
Επειδή
όμως, ο γέρος ζούσε πιο πολύ και από τον Τιθωνό,
|
ἐξηῦρον
ἐπὶ τὸν κλῆρον ὁδόν τινα ἐπίτομον·
|
βρήκα
για την κληρονομιά κάποιον πιο σύντομο δρόμο·
|
πριάμενος
γὰρ φάρμακον ἀνέπεισα τὸν οἰνοχόον,
|
αφού
δηλαδή αγόρασα δηλητήριο, έπεισα τον οινοχόο παρὰ τη θέλησή του,
|
ἐπειδὰν
τάχιστα ὁ Πτοιόδωρος αἰτήσῃ πιεῖν,
|
αμέσως
μόλις ο Πτοιόδωρος ζητήσει να πιει,
|
ἐμβαλόντα
αὐτὸ εἰς κύλικα ἔχειν ἕτοιμον
|
αφού
το βάλει σε ποτήρι του κρασιού, να το έχει έτοιμο
|
καὶ ἐπιδοῦναι
αὐτῷ·
|
και να του το δώσει·
|
εἰ δὲ
τοῦτο ποιήσει,
|
και, αν το κάνει αυτό,
|
ἐπωμοσάμην
ἀφήσειν αὐτὸν ἐλεύθερον.
|
ορκίστηκα
ότι θα τον αφήσω ελεύθερο.
|
ΖΗΝ.:Τὶ
οὖν ἐγένετο;
|
ΖΗΝ.: Τι έγινε λοιπόν;
|
Ἔοικας
γὰρ ἐρεῖν τι πάνυ παράδοξον.
|
Γιατί
δείχνεις ότι θα πεις κάτι πολύ παράδοξο.
|
ΚΑΛ.:Ἐπεὶ
τοίνυν λουσάμενοι ἥκομεν,
|
ΚΑΛ.:
Αφού λοιπόν μετά το λουτρό μας ήρθαμε (στο σπίτι του),
|
ὁ
μειρακίσκος ἔχων ἑτοίμους δύο δὴ κύλικας
|
το
παλικαράκι, που είχε βέβαια έτοιμα δύο ποτήρια κρασιού,
|
οὐκ οἶδα
ὅπως ἔδωκεν
|
δεν ξέρω πώς, αλλά έδωσε
|
ἐμοὶ μὲν
τὸ φάρμακον,
|
σε μένα το δηλητήριο,
|
Πτοιοδώρῳ
δὲ τὸ ἀφάρμακτον·
|
και
στον Πτοιόδωρο το ποτήρι που δεν περιείχε δηλητήριο·
|
εἶτα ὁ
μὲν ἔπινεν, ἐγώ δὲ αὐτίκα μάλα
|
έπειτα,
εκείνος έπινε, ενώ εγώ αμέσως
|
ἐκείμην
ἐκτάδην νεκρὸς
|
κειτόμουν ξαπλωμένος νεκρός
|
ὑποβολιμαῖος
ἀντὶ ἐκείνου.
|
παίρνοντας τη θέση εκείνου.
|
Τὶ γελᾷς
τοῦτο, ὦ Ζηνόφαντε;
|
Γιατί γελάς με αυτό,
Ζηνόφαντε;
|
Καὶ μὴν
οὐκ ἔδει γε ἐπιγελᾶν ἑταίρῳ ἀνδρί.
|
Κι
όμως δεν έπρεπε βέβαια να γελάς σε βάρος ενός φίλου σου.
|
|
|
|
|
|
|
9η Ενότητα
«Ανυπέρβλητα
πρότυπα»
Ὁρῶν, ὦ
Νικόκλεις, τιμῶντά σε τὸν τάφον τοῦ πατρός
|
Επειδή
βλέπω, Νικοκλή, ότι εσύ τιμάς τον τάφο του πατέρα σου
|
οὐ
μόνον τῷ πλήθει καὶ τῷ κάλλει τῶν ἐπιφερομένων,
|
όχι
μόνο με το πλήθος και τη λαμπρότητα των προσφορών σου,
|
ἀλλὰ καὶ
χοροῖς καὶ μουσικῇ καὶ γυμνικοῖς ἀγῶσιν,
|
αλλά
και με χορούς και με μουσικούς και αθλητικούς αγώνες,
|
ἡγησάμην
χαίρειν Εὐαγόραν ὁρῶντα
|
θεώρησα
ότι ο Ευαγόρας χαίρεται που βλέπει
|
τήν τε
περὶ αὑτόν ἐπιμέλειαν
|
τη
φροντίδα για τον εαυτό του
|
καὶ τὴν
σήν μεγαλοπρέπειαν
|
και
τη μεγαλοπρέπεια των τιμών σου προς αυτόν,
|
εἴ τὶς ἐστιν
αἴσθησις τοῖς τετελευτηκόσιν
|
αν
νιώθουν κάτι οι νεκροί
|
περὶ τῶν
ἐνθάδε γιγνομένων.
|
για
όσα γίνονται εδώ (στον κόσμο των ζωντανών).
|
Πολὺ δ’
ἔτι πλείω χάριν ἔχοι ἄν,
|
Και
θα όφειλε πολύ μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη,
|
εἴ τις
δυνηθείη εἰπεῖν ἀξίως
|
αν
κάποιος μπορούσε να μιλήσει όπως του αξίζει
|
περὶ τῶν
ἐπιτηδευμάτων καὶ τῶν κινδύνων αὐτοῦ·
|
για
τις αρχές της ζωής του και τις ριψοκίνδυνες πράξεις του·
|
εὑρήσομεν
γὰρ πάντα ποιοῦντα
|
γιατί
θα διαπιστώσουμε ότι κάνουν τα πάντα
|
τοὺς
φιλοτίμους καὶ μεγαλοψύχους τῶν ἀνδρῶν
|
οι
φιλόδοξοι και γενναίοι άντρες
|
ὅπως
καταλείψουσιν
|
φροντίζοντας
πώς θα αφήσουν πίσω τους
|
ἀθάνατον
τὴν περὶ αὑτῶν μνήμην.
|
αθάνατη
την υστεροφημία τους.
|
Τὶς δὲ
οὐκ ἄν ἀθυμήσειεν,
|
Και
ποιος δε θα στενοχωριόταν,
|
ὅταν ὁρᾷ
μὲν ὑμνουμένους
|
όταν
βλέπει ότι υμνούνται
|
τοὺς
περὶ τὰ Τρωϊκὰ γενομένους,
|
αυτοί
που έζησαν τον καιρό των Τρωικών
|
προειδῇ
δὲ αὐτὸν
|
ενώ
για τον εαυτό του γνωρίζει εκ των προτέρων
|
μηδέποτε
άξιωθησόμενον τοιούτων ἐπαίνων,
|
ότι
ποτέ δε θα κριθεί άξιος για τέτοιους επαίνους,
|
μηδ’ ἄν
ὑπερβάλλη τὰς ἀρετὰς ἐκείνων;
|
κι
αν ακόμα ξεπεράσει τις αρετές εκείνων;
|
Αἴτιος
δὲ τούτων ὁ φθόνος·
|
Και
αιτία γι’ αυτά είναι ο φθόνος·
|
οὕτω γὰρ
δυσκόλως πεφύκασίν τινες,
|
γιατί
τόσο μικρόψυχοι είναι μερικοί από τη φύση τους,
|
ὥστε ἥδιον
ἄν ἀκούοιεν
|
ώστε
με μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα άκουγαν
|
εὐλογουμένων
|
να
επαινούνται εκείνοι,
|
οὕς οὐκ
ἴσασιν εἰ γεγόνασιν,
|
τους
οποίους δε γνωρίζουν αν έχουν πράξει,
|
ἤ
τούτων ὑφ’ ὧν τυγχάνουσιν
|
παρὰ
αυτοί από τους οποίους συμβαίνει
|
αὐτοὶ εὖ
πεπονθότες.
|
να
έχουν ευεργετηθεί οι ίδιοι.
|
|
|
|
|
|
|
10η Ενότητα
«Ο Σωκράτης για τη φιλία»
Τοῦτο μὲν
πολλῶν ἀκούω,
|
Αυτό
βέβαια ακούω από πολλούς,
|
ὡς
πάντων κτημάτων,
|
ότι
δηλαδή από όλα τα περιουσιακά στοιχεία
|
κράτιστόν
ἐστι φίλος σαφὴς καὶ ἀγαθός,
|
το
πιο σημαντικό είναι ένας πιστός και καλός φίλος,
|
παντὸς
δὲ μᾶλλον ἐπιμέλονται οἱ πολλοὶ
|
όμως
οι περισσότεροι φροντίζουν πιο πολύ για οτιδήποτε άλλο
|
ἤ
κτήσεως φίλων.
|
παρὰ
για την απόκτηση φίλων.
|
Καὶ γὰρ
κτῶνται ἐπιμελῶς
|
Γιατί
πράγματι αποκτούν με επιμέλεια
|
οἰκίας
καὶ ἀγροὺς καὶ ἀνδράποδα καὶ βοσκήματα καὶ σκεύη,
|
σπίτια
και αγρούς και δούλους και ζώα και σκεύη,
|
οὐ
φροντίζουσι δὲ ὅπως κτήσωνται φίλον,
|
αλλά
δε φροντίζουν να αποκτήσουν φίλο,
|
ὅ
μέγιστον ἀγαθὸν εἶναί φασιν.
|
που
λένε ότι είναι πολύ μεγάλο αγαθό.
|
Καίτοι
ποῖος ἵππος ἤ ποῖον ζεῦγος
|
Και
όμως ποιο άλογο ή ποιο ζευγάρι ζώων
|
οὕτω
χρήσιμόν ὥσπερ ὁ χρηστὸς φίλος;
|
είναι
τόσο χρήσιμο όσο βέβαια είναι ο καλός φίλος;
|
Ποῖον δὲ
ἀνδράποδόν
|
Και
ποιος δούλος είναι
|
οὕτως εὔνουν
καὶ παραμόνιμον;
|
τόσο
καλοπροαίρετος και σταθερός;
|
Ἤ ποῖον
ἄλλο κτῆμά οὕτω πάγχρηστον;
|
Ή
ποιο άλλο απόκτημα είναι τόσο χρήσιμο σε όλα;
|
Ὁ γὰρ ἀγαθὸς
φίλος ἑαυτόν τάττει
|
Γιατί
ο καλός φίλος αφιερώνεται
|
πρὸς πᾶν
τὸ ἐλλεῖπον τῷ φίλῳ
|
στην
κάλυψη των αναγκών του φίλου του
|
καὶ, ἄν
τέ τινα δέῃ εὖ ποιῆσαι,
|
και,
αν χρειάζεται να κάνει αυτός καλό σε κάποιον,
|
συνεπισχύει,
|
τον
ενισχύει βοηθώντας τον,
|
ἄν τέ
τις φόβος ταράττῃ
|
και
αν τον ταράζει κάποιος φόβος,
|
συμβοηθεῖ
|
τον
βοηθάει μαζί με άλλους
|
καὶ εὖ
μὲν πράττοντα πλεῖστα εὐφραίνει,
|
και
όταν αυτός ευτυχεί, του προσφέρει πολύ μεγάλη ευχαρίστηση,
|
σφαλλόμενον
δὲ
|
ενώ
όταν δυστυχεί,
|
πλεῖστα
ἐπανορθοῖ.
|
καταβάλλει
πάρα πολλές προσπάθειες να τον στήσει πάλι στα πόδια του.
|
Ἀλλ’ ὅμως
ἔνιοι πειρῶνται δένδρα μὲν θεραπεύειν
|
Αλλά
όμως μερικοί προσπαθούν να καλλιεργήσουν δέντρα
|
τοῦ
καρποῦ ἕνεκεν,
|
για
τον καρπό τους,
|
τοῦ δὲ
παμφορωτάτου κτήματος,
|
ενώ
το απόκτημα που παράγει κάθε λογής καρπούς,
|
ὅ καλεῖται
φίλος,
|
το
οποίο ονομάζεται φίλος,
|
οἱ πλεῖστοι
ἐπιμέλονται ἀργῶς καὶ ἀνειμένως.
|
οι
περισσότεροι το φροντίζουν με βραδύτητα και αμέλεια.
|
|
|
|
|
|
|
11η Ενότητα
« Η αγάπη του
Αλεξάνδρου για τον Βουκεφάλα»
Ἀλέξανδρος
δὲ ἵνα ἡ μάχη συνέβη καὶ
|
Ο Αλέξανδρος, εκεί όπου έγινε η μάχη και
|
ἔνθεν ὁρμηθείς
ἐπέρασεν τὸν ‘Υδάσπην ποταμὸν
|
στο
σημείο από το οποίο ξεκίνησε και πέρασε τον Υδάσπη ποταμό,
|
ἔκτισεν
πόλεις.
|
έκτισε πόλεις.
|
Καὶ τὴν
μὲν ὠνόμασε Νίκαιαν
|
Και στη μια πόλη έδωσε το όνομα Νίκαια
|
ἐπώνυμον
τῆς νίκης τῆς κατ’ Ἰνδῶν,
|
από
τη νίκη του κατὰ των Ινδών,
|
τὴν δὲ
Βουκεφάλαν
|
και την άλλη την ονόμασε Βουκεφάλα
|
ἐς τὴν
μνήμην τοῦ ἵππου τοῦ Βουκεφάλα,
|
σε ανάμνηση του ίππου του Βουκεφάλα,
|
ὅς ἀπέθανεν
αὐτοῦ
|
που πέθανε εκεί
|
γενόμενος
καματηρὸς ὑπὸ καύματός τε καὶ ἡλικίας,
|
επειδή
καταβλήθηκε από τον καύσωνα και τα γηρατειά,
|
πολλὰ δὲ
πρόσθεν ξυγκαμών τε
|
αφού
προηγουμένως είχε υποφέρει πολλά
|
καὶ
συγκινδυνεύσας Ἀλεξάνδρου,
|
και είχε περάσει πολλούς κινδύνους μαζί με
τον Αλέξανδρο
|
ἀναβαινόμενός
τε πρὸς μόνου Ἀλεξάνδρου,
|
και τον οποίο ίππευε μόνο ο Αλέξανδρος,
|
ὅτι ἀπηξίου
τοὺς ἄλλους πάντας ἀμβάτας,
|
επειδή απέρριπτε ως ανάξιους όλους τους
άλλους αναβάτες,
|
καὶ
μεγέθει μέγας καὶ τῷ θυμῷ γενναῖος.
|
μεγαλόσωμος και γενναίος.
|
Σημεῖον
δὲ οἱ ἦν
|
Και
είχε σημάδι του
|
κεφαλή
βοός ἐγκεχαραγμένη,
|
ένα κεφάλι βοδιού χαραγμένο πάνω του,
|
ἐφ’ ὅτω
λέγουσιν ὅτι ἔφερεν καὶ τὸ ὄνομα τοῦτο·
|
εξαιτίας
του οποίου λένε ότι έφερε και το όνομα αυτό·
|
οἱ δὲ
λέγουσιν
|
άλλοι, λένε
|
ὅτι
λευκὸν σῆμα εἶχεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς,
|
ότι είχε άσπρο σημάδι στο κεφάλι του,
|
μέλας ὤν
αὐτὸς,
|
ενώ
ο ίδιος ήταν μαύρος,
|
εἰκασμένον
μάλιστα ἐς κεφαλήν βοός.
|
το οποίο έμοιαζε πάρα πολύ με κεφάλι
βοδιού.
|
Οὗτος ὁ
ἵππος ἀφανὴς ἐγένετο Ἀλεξάνδρω,
|
Αυτό το άλογο το έχασε ο Αλέξανδρος
|
ἐν τῇ
χώρα Οὐξίων,
|
στη χώρα των Ουξίων,
|
καὶ Ἀλέξανδρος
προεκήρυξεν ἀνὰ τὴν χώραν
|
και γι’ αυτό ο Αλέξανδρος διακήρυξε
δημόσια σε όλη τη χώρα
|
ἀποκτενεῖν
πάντας Οὐξίους,
|
ότι
θα εκτελέσει όλους τους Ουξίους,
|
εἰ μὴ ἀπάξουσιν
αὐτῷ τὸν ἵππον.
|
αν δεν του επιστρέψουν το άλογο.
|
Τοσήδε
γὰρ σπουδή ἦν Ἀλεξάνδρω ἀμφ’ αὐτόν.
|
Γιατί
τόσο μεγάλο ενδιαφέρον έδειχνε ο Αλέξανδρος γι’ αυτό το άλογο.
|
|
|
|
|
|
|
12η Ενότητα
«Αθήνα και Ατλαντίδα»
Ἐν δὲ δὴ
τῇ Ἀτλαντίδι νήσῳ συνέστη
|
Στο
νησί, λοιπόν, της Ατλαντίδας συγκροτήθηκε
|
μεγάλη
καὶ θαυμαστὴ δύναμις βασιλέων,
|
μεγάλη
και αξιοθαύμαστη δύναμη βασιλέων,
|
κρατοῦσα
μὲν ἁπάσης τῆς νήσου,
|
που
εξουσίαζε ολόκληρο το νησί
|
πολλῶν
δὲ ἄλλων νήσων καὶ μερῶν τῆς ἠπείρου.
|
και
πολλά άλλα νησιά και μέρη της ξηράς.
|
Αὕτη δὴ
πᾶσα ἡ δύναμις συναθροισθεῖσα εἰς ἕν
|
Όλη
αυτή η δύναμη αφού συνενώθηκε,
|
ἐπεχείρησέν
ποτε δουλοῦσθαι μιᾷ ὁρμῇ
|
επιχείρησε
κάποτε να υποδουλώσει με μία και μόνη επίθεση
|
τὸν τε
παρ’ ὑμῖν καὶ τὸν παρ’ ἡμῖν τόπον
|
το
δικό σας και το δικό μας τόπο
|
καὶ
πάντα τὸν ἐντὸς τοῦ στόματος.
|
και
όλη την περιοχή που βρίσκεται μέσα στο στόμιο.
|
Τότε οὖν,
ὦ Σόλων, ἡ δύναμις τῆς πόλεως ὑμῶν,
|
Τότε,
λοιπόν, Σόλωνα, η δύναμη της πόλης σας
|
ἐγένετο
διαφανής ἀρετῇ τε καὶ ῥώμῃ
|
υπήρξε
ξακουστή για τη γενναιότητα και το σθένος της
|
εἰς
ἅπαντας ἀνθρώπους·
|
σε
όλους γενικά τους ανθρώπους·
|
προέστη
γὰρ πάντων εὐψυχίᾳ
|
γιατί
ξεχώρισε από όλες στη γενναιότητα
|
καὶ
τέχναις ὅσαι κατὰ πόλεμον
|
και
στις πολεμικές τέχνες,
|
ἀφικομένη
ἐπὶ τοὺς έσχάτους κινδύνους,
|
αφού
έφτασε στους έσχατους κινδύνους,
|
καὶ
κρατήσασα μὲν τῶν ἐπιόντων ἔστησεν τρόπαιον,
|
και
αφού νίκησε τους επιδρομείς, έστησε μνημείο νίκης,
|
διεκώλυσεν
δὲ δουλωθῆναι τοὺς μήπω δεδουλωμένους
|
και
παρεμπόδισε την υποδούλωση όσων δεν είχαν ακόμη υποδουλωθεί
|
ἅπαντας
δὲ τοὺς ἄλλους ἠλευθέρωσεν ἀφθόνως.
|
και
όλους τους άλλους τους ελευθέρωσε χωρίς υστεροβουλία.
|
Ὑστέρῳ
δὲ χρόνῳ ἡ Ἀτλαντὶς νῆσος
|
Και
αργότερα το νησί της Ατλαντίδας,
|
γενομένων
ἐξαισίων σεισμῶν καὶ κατακλυσμῶν,
|
αφού
έγιναν πολύ δυνατοί σεισμοί και κατακλυσμοί,
|
ἠφανίσθη
δῦσα κατὰ τῆς θαλάττης·
|
βυθίστηκε
στη θάλασσα και εξαφανίστηκε·
|
διὸ καὶ
νῦν τὸ ἐκεῖ πέλαγος
|
γι’
αυτό και σήμερα το εκεί πέλαγος
|
γέγονεν
ἄπορον καὶ ἀδιερεύνητον.
|
είναι
αδιάβατο και ανεξερεύνητο.
|
|
|
|
|
|
|
13η Ενότητα
«Δάμων και Φιντίας»
Διονυσίου
τυραννοῦντος
|
Όταν
ασκούσε την εξουσία ο Διονύσιος,
|
Φιντίας
τις Πυθαγόρειος ἐπιβεβουλευκώς τῷ τυράννῳ,
|
κάποιος
Φιντίας Πυθαγόρειος, που είχε συνωμοτήσει εναντίον του άρχοντα,
|
μέλλων
δὲ τῆς τιμωρίας τυγχάνειν,
|
και
επρόκειτο να τιμωρηθεί,
|
ἠτήσατο
παρὰ τοῦ Διονυσίου χρόνον
|
ζήτησε
χρόνο από τον Διονύσιο,
|
εἰς τὸ
πρότερον ἅ βούλεται διοικῆσαι ·
|
για
να τακτοποιήσει προηγουμένως τις υποθέσεις του·
|
δώσειν
δ’ ἔφησεν ἐγγυητὴν τῶν φίλων ἕνα.
|
και
είπε ότι θα δώσει για εγγύηση ένα φίλο του.
|
Tοῦ δὲ
δυνάστου θαυμάσαντος, εἴ τοιοῦτος ἐστι φίλος
|
Κι
επειδή ο άρχοντας απόρησε αν υπάρχει τέτοιος φίλος
|
ὅς ἑαυτὸν
εἰς τὴν εἱρκτὴν ἀντ’ ἐκείνου παραδώσει,
|
που
θα δεχτεί να φυλακιστεί αντί για εκείνον,
|
προεκαλέσατό
τινα τῶν γνωρίμων ὁ Φιντίας,
|
ο
Φιντίας προσκάλεσε κάποιον από τους φίλους του,
|
Δάμωνα ὄνομα,
Πυθαγόρειον φιλόσοφον,
|
που
ονομαζόταν Δάμων και ήταν Πυθαγόρειος φιλόσοφος,
|
ὅς
ἔγγυος εὐθὺς ἐγεννήθη.
|
ο
οποίος μπήκε αμέσως εγγυητής του.
|
Τινὲς μὲν
οὖν ἐπήνουν τὴν ὑπερβολὴν τῆς πρὸς τοὺς φίλους εὐνοίας,
|
Μερικοί
λοιπόν, επαινούσαν την υπερβολή της αγάπης προς τους φίλους,
|
τινὲς δὲ
τοῦ ἐγγύου προπέτειαν καὶ μανίαν κατεγίνωσκον.
|
κάποιοι
όμως καταλόγιζαν επιπολαιότητα και παραφροσύνη στον εγγυητή.
|
Πρὸς δὲ
τὴν τεταγμένην ὥραν ἅπας ὁ δῆμος συνέδραμεν,
|
Την
καθορισμένη ώρα όλος ο λαός συγκεντρώθηκε
|
καραδοκῶν
εἰ φυλάξει τὴν πίστιν Φιντίας.
|
περιμένοντας
με αγωνία αν ο Φιντίας τηρήσει την υπόσχεσή του.
|
Ἤδη δὲ
τῆς ὥρας συγκλειούσης
|
Και
όταν πια πλησίαζε η ώρα,
|
Φιντίας
ἀνελπίστως ἐπὶ τῆς ἐσχάτης ῥοπῆς τοῦ χρόνου δρομαῖος ἦλθε.
|
ο
Φιντίας ανέλπιστα ήρθε τρέχοντας την τελευταία στιγμή.
|
Θαυμάσας
οὖν ὁ Διονύσιος
|
Ο
Διονύσιος, λοιπόν, από θαυμασμό
|
ἀπέλυσεν
τῆς τιμωρίας τὸν ἐγκαλούμενον
|
απάλλαξε
από την τιμωρία τον κατηγορούμενο
|
καὶ
παρεκάλεσε τοὺς ἄνδρας τρίτον ἑαυτὸν προσλαβέσθαι εἰς τὴν φιλίαν.
|
και
ζήτησε από τους (δύο) άνδρες να τον δεχτούν ως τρίτο μέλος της φιλίας
τους.
|
|
|
|
|
|
|
14η Ενότητα
« Ένα άδικο
παράπονο»
Λέων
κατεμέμφετο πολλάκις Προμηθέα,
|
Ένα
λιοντάρι κατηγορούσε πολλές φορές τον Προμηθέα
|
ὅτι ἔπλασεν
αὐτὸν μέγαν καὶ καλὸν
|
που
το έπλασε μεγαλόσωμο και όμορφο
|
καὶ
δυνατώτερον τῶν ἄλλων θηρίων·
|
και
δυνατότερο από τα άλλα ζώα·
|
«τοιοῦτος
δὲ ὤν», ἔφασκε,
|
«παρόλο
όμως που είμαι τέτοιος», έλεγε,
|
«φοβοῦμαι
τὸν ἀλεκτρυόνα».
|
«φοβάμαι
τον πετεινό».
|
Καὶ ὁ
Προμηθεύς ἔφη: «Τί με αἰτιᾷ μάτην;
|
Και
ο Προμηθέας του είπε: «Γιατί με κατηγορείς άδικα;
|
Ἔχεις γὰρ
πάντα τὰ ἐμά, ὅσα ἐδυνάμην πλάττειν·
|
Γιατί
έχεις όλα τα δικά μου, όσα μπορούσα να δημιουργήσω·
|
ἡ δὲ
σου ψυχή ἐστι μαλθακή πρὸς τοῦτο μόνον».
|
όμως
η ψυχή σου σε αυτό μόνο δειλιάζει».
|
Ἔκλαιεν
οὖν ὁ λέων ἑαυτὸν
|
Έκλαιγε
λοιπόν, το λιοντάρι τον εαυτό του
|
καὶ
κατεμέμφετο τῆς δειλίας καὶ τέλος ἤθελεν ἀποθανεῖν.
|
και
κατηγορούσε τη δειλία του και τελικά ήθελε να πεθάνει.
|
Οὕτω δὲ
γνώμης ἔχων περιτυγχάνει ἐλέφαντι
|
Κι
ενώ βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση, συναντάει έναν ελέφαντα,
|
καὶ ὁρῶν
κινοῦντα τὰ ὦτα διαπαντὸς ἔφη
|
και
βλέποντάς τον να κουνάει συνεχώς τα αυτιά του είπε :
|
«Τὶ
πάσχεις καὶ τί ποτε
|
«Τι
παθαίνεις και γιατί επιτέλους
|
οὐδέν
μικρὸν ἀτρεμεῖ τὸ οὖς σου;»
|
δε
μένει ακίνητο ούτε για λίγο το αυτί σου;»
|
Καὶ ὁ
ἐλέφας ἔφη
|
Και
ο ελέφαντας είπε,
|
περιπτάντος
αὐτῷ κατὰ τύχην κώνωπος
|
καθώς
ένα κουνούπι πέταξε τυχαία γύρω του:
|
«Ὁρᾷς
τοῦτο τὸ βραχύ, τὸ βομβοῦν;
|
«Βλέπεις
αυτό το μικρό (έντομο) που βουΐζει;
|
Ἤν εἰσδύνῃ
τῇ ὁδῷ τῆς ἀκοῆς μου, τέθνηκα».
|
Αν
μπει στο αυτί μου, πεθαίνω».
|
Καὶ ὁ
λέων ἔφη
|
Και
το λιοντάρι είπε:
|
«Τί οὖν
δεῖ με ἀποθνήσκειν ἔτι
|
«Γιατί
λοιπόν, πρέπει πια να πεθάνω,
|
ὄντα
τοσοῦτον καὶ εὐτυχέστερον ἐλέφαντος,
|
αφού
είμαι τόσο μεγάλος και πιο τυχερός από τον ελέφαντα,
|
ὅσον
κρείττων ὁ ἀλεκτρυών κώνωπος;»
|
όσο
δυνατότερος είναι ο πετεινός από το κουνούπι;»
|
|
|
|
|
|
|
15η Ενότητα
«Η μεταμόρφωση
του Λευκίππου»
Γαλάτεια
ἡ Εὐρυτίου τοῦ Σπάρτωνος
|
Η
Γαλάτεια η κόρη του Ευρυτίου, του γιου του Σπάρτωνα,
|
συνεζύγη
ἐν Φαιστῷ τῆς Κρήτης
|
παντρεύτηκε
στη Φαιστό της Κρήτης
|
Λάμπρῳ
τῷ Πανδίονος,
|
το
Λάμπρο, το γιο του Πανδίονα,
|
ἀνδρὶ τὰ
μὲν εὖ ἔχοντι εἰς γένος, ἐνδεεῖ δὲ βίου.
|
άντρα
ευγενικής καταγωγής, αλλά φτωχό.
|
Οὗτος, ἐπειδὴ
ἐγκύμων ἦν ἡ Γαλάτεια,
|
Αυτός,
όταν εγκυμονούσε η Γαλάτεια,
|
ηὔξατο
μὲν γενέσθαι αὐτῷ ἄρρενα παῖδα,
|
ευχήθηκε
να αποκτήσει αρσενικό παιδί
|
προηγόρευσε
δὲ τῇ γυναικί,
|
και
προειδοποίησε τη γυναίκα του
|
ἐὰν
γεννήσῃ κόρην, ἀφανίσαι.
|
ότι
αν γεννήσει κορίτσι, θα το σκοτώσει.
|
Τῇ δὲ
Γαλατείᾳ ἐγένετο θυγάτηρ.
|
Η
Γαλάτεια απέκτησε κορίτσι.
|
Καὶ
κατοικτείρασα τὸ βρέφος
|
Και
επειδή λυπήθηκε το βρέφος
|
καὶ
λογισαμένη τὴν ἐρημίαν τοῦ οἴκου
|
και
σκέφτηκε την ερήμωση του σπιτιού,
|
ἐψεύσατο
τὸν Λάμπρον λέγουσα τεκεῖν ἄρρεν
|
είπε
ψέματα στον Λάμπρο λέγοντάς του ότι γέννησε αρσενικό παιδί
|
καὶ ἐξέτρεφεν
ὡς παῖδα κοῦρον
|
και
ανέθρεψε το κορίτσι για γιο,
|
ὀνομάσασα
Λεύκιππον.
|
αφού
το ονόμασε Λεύκιππο.
|
Ἐπεὶ δὲ
ηὔξετο ἡ κόρη
|
Καθώς
όμως μεγάλωνε η κόρη
|
καὶ ἐγένετο
ἄφατόν τι κάλλος,
|
και
γινόταν ανείπωτα πολύ ωραία,
|
ἡ
Γαλάτεια δείσασα τὸν Λάμπρον,
|
η
Γαλάτεια επειδή φοβήθηκε τον Λάμπρο,
|
κατέφυγεν
εἰς τὸ ἱερόν τῆς Λητοῦς
|
κατέφυγε
στο ιερό της Λητούς
|
καὶ ἱκέτευσεν
πλεῖστα τὴν θεὸν
|
και
ικέτευε θερμά τη θεά
|
εἴ πως
δύναιτο ἡ παῖς γενέσθαι αὐτῇ κόρος ἀντὶ θυγατρός.
|
μήπως
με κάποιο τρόπο μπορούσε το κορίτσι να γίνει γι’ αυτήν αγόρι.
|
Ἡ δὲ
Λητώ ᾤκτειρε τὴν Γαλάτειαν
|
Η
Λητώ λυπήθηκε τη Γαλάτεια
|
συνεχῶς
ὀδυρομένην καὶ ἱκετεύσουσαν
|
που
συνεχώς θρηνούσε και την ικέτευε
|
καὶ
μετέβαλε τὴν φύσιν τῆς παιδὸς εἰς κόρον.
|
και
μεταμόρφωσε τη φύση του κοριτσιού σε αγόρι.
|
Ταύτης
τῆς μεταβολῆς Φαίστιοι μέμνηνται ἔτι
|
Αυτή
τη μεταμόρφωση οι κάτοικοι της Φαιστού τη θυμούνται ακόμη
|
καὶ τὴν
ἑορτὴν καλοῦσιν Ἐκδύσια,
|
και
ονομάζουν τη γιορτή τους Εκδύσια,
|
ἐπεὶ ἡ
παῖς ἐξέδυ τὸν πέπλον.
|
γιατί
η κόρη απέβαλε τη γυναικεία φύση της.
|
|
|
|
|
|
|
16η Ενότητα
Το θλιβερό τέλος
ενός τυράννου
Διονύσιος
ὁ δεύτερος τὴν ἀρχὴν εἶχεν
|
Ο
Διονύσιος ο δεύτερος είχε την εξουσία του
|
μάλα εὖ
περιπεφραγμένην.
|
πολύ
καλά προστατευμένη.
|
Ναῦς μὲν
ἐκέκτητο οὐκ ἐλάττους τῶν τετρακοσίων,
|
Είχε
στην κατοχή του περισσότερα από τετρακόσια (πολεμικά) πλοία,
|
δύναμιν
δὲ πεζῶν ἐς δέκα μυριάδας,
|
δύναμη
πεζών μέχρι εκατό χιλιάδες
|
ἱππεῖς
δὲ ἐννεακισχιλίους.
|
και
εννέα χιλιάδες ιππείς.
|
Ἡ πόλις
δὲ τῶν Συρακοσίων
|
Η
πόλη των Συρακούσιων
|
ἐκεκόσμητο
μεγίστοις λιμέσιν,
|
είχε
στολιστεί με πολύ μεγάλα λιμάνια
|
καὶ ὑψηλότατον
τεῖχος περιεβέβλητο αὐτῇ.
|
και
είχε κτιστεί γύρω της πολύ ψηλό τείχος.
|
Εἶχε δὲ
καὶ παμπόλλους συμμάχους.
|
Είχε
επίσης, και πάρα πολλούς συμμάχους.
|
Καὶ ἐπιθαρρῶν
ὁ Διονύσιος τούτοις ᾤετο
|
Και
έχοντας εμπιστοσύνη σ’ αυτά ο Διονύσιος πίστευε
|
κεκτῆσθαι
τὴν ἀρχὴν δεδεμένην ἀδάμαντι.
|
ότι
η εξουσία του ήταν πολύ σταθερή.
|
Ἀλλ’ οὗτός
γε εἶδε καὶ τοὺς υἱούς ἀποσφαγέντας βιαίως
|
Αλλά
αυτός, βέβαια, είδε και τους γιους του να σφαγιάζονται βίαια
|
καὶ τὰς
θυγατέρας ἀναιρεθείσας.
|
και
τις κόρες του να εκτελούνται.
|
Οὐδεὶς
δὲ τῶν ἀπ’ αὐτοῦ ἔτυχεν τῆς νομιζομένης ταφῆς·
|
Κανείς
από τους δικούς του δεν τάφηκε όπως έπρεπε·
|
οἱ μὲν
γὰρ κατεκαύθησαν ζῶντες,
|
γιατί
άλλοι κάηκαν ζωντανοί
|
οἱ δὲ
κατατμηθέντες ἐξερρίφησαν ἐς τὴν θάλατταν.
|
και
άλλους αφού τους κομμάτιασαν, τους πέταξαν στη θάλασσα.
|
Αὐτός δὲ
διάγων ἐν πενίᾳ
|
Αλλά
και ο ίδιος ζώντας μέσα στη φτώχεια
|
κατέστρεψε
τὸν βίον γηραιός.
|
τελείωσε
τη ζωή του σε βαθιά γεράματα.
|
Καὶ ἦν
οὐ τὸ τυχόν δεῖγμα τοῖς ἀνθρώποις
|
Και
ήταν σπουδαίο παράδειγμα στους ανθρώπους
|
ἐς
σωφροσύνην καὶ κόσμον τρόπου
|
για
την επιδίωξη της σωφροσύνης και της καλής συμπεριφοράς
|
ἡ
μεταβολή τοῦ Διονυσίου ἐς οὕτω ταπεινά.
|
η
τόσο ταπεινωτική κατάληξη του Διονυσίου.
|
|
|
|
|
|
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου