ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
|
α.
έναρθρο (μεταφράζεται ως τελικό, ως
ειδικό
ή ως ουσιαστικό )
|
Β. άναρθρο
|
|
υποκείμενο
αντικείμενο
προσδιορισμός
(του κατά τι
γεν
υποκ.
γεν
αντικ.
γεν
διαιρ.
γεν.
αιτίας
γεν.
αξίας
γεν.
σκοπού
γεν.
αποτελ.
β΄όρος σύγκρισης
δοτ.
ατικ.
επεξήγηση
εμπρόθετος προσδιορισμός)
|
υποκείμενο
κατηγορούμενο
αντικείμενο
επεξήγηση
προσδιορισμός του κατά τι ή
της
αναφοράς (αγαθός, ικανός, δεινός,
άξιος, πρόθυμος, επιτήδειος, κ.α.)
σκοπού ή αποτελέσματος (βαίνω,
ήκω,
φέρω, δίδωμι, καταλείπω, εφίστημι, αιρουμαι,
πέμπω, κ.α.)
απόλυτα (χωρίς εξάρτηση)
(εκών είναι, μικρου δειν, ολίγου δειν, ως
έπος ειπειν, εμοί δοκειν,
κ.α.)
ευχετικά ή προστακτικά
|
·
Ειδικό απαρέμφατο =ότι ή πως +ρήμα
+αν
παντός χρόνου
από
ρήματα: λεκτικά, δοξαστικά, γνωστικά
άρνηση:
ου (σπάνια μη)
·
Τελικό
απαρέμφατο =
να +ρήμα
ποτέ σε
μέλλοντα εκτός αν συνοδεύει το ρήμα «μέλλω»
από
ρήματα: βουλητικά, προτρεπτικά ή κελευστικά, απαγορευτικά, δυνητικά,
αποπειρατικά, κ.α.
άρνηση:
μή (σπάνια ου)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου