ΚΛΙΣΗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΩΝ


ΚΛΙΣΗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΩΝ

Aντωνυμίες ονομάζονται οι κλιτές λέξεις που χρησιμοποιούνται στο λόγο αντί των ονομάτων (ουσιαστικών ή επιθέτων).
Τα είδη των αντωνυμιών είναι:
  1. προσωπικές,
  2. δεικτικές,
  3. οριστική ή επαναληπτική,
  4. κτητικές
  5. αυτοπαθητικές,
  6. αλληλοπαθητική,
  7. ερωτηματικές,
  8. αόριστες,
  9. αναφορικές.
1. Προσωπικές αντωνυμίες

Προσωπικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου.
α) πρόσωπο: γ
β) πρόσωπο: σ

γ) πρόσωπο: α
τός, κενος, δε κ.λπ.
Οι προσωπικές αντωνυμίες κλίνονται με τον ακόλουθο τρόπο:

Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός

α΄ πρόσωπο
β΄ πρόσωπο
γ΄ πρόσωπο
α΄ πρόσωπο
β΄ πρόσωπο
γ΄ πρόσωπο
Ονομαστική
γ
σ
-
μες
μες
(σφες)
Γενική
μο, μου
σο, σου
(ο)
μν
μν
(σφν)
Δοτική
μοί, μοι
σοί, σοι
ο, ο
μν
μν
σφίσι(ν)
Αιτιατική
μέ, με
σέ, σε
()
μς
μς
(σφς)
2. Δεικτικές αντωνυμίες

Δεικτικές ονομάζονται οι αντωνυμίες που χρησιμοποιούνται για να δείξουν κάτι αισθητό ή νοητό. Αυτές είναι οι εξής:
1.   οτος, ατη, τοτο,
2.   κενος, κείνη, κενο,
3.   δε, δε, τόδε (= αυτός εδώ, αυτός δα,ο εξής),
4.   τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε ή τοιοτος, τοιαύτη, τοιοτο(ν) (= τέτοιος),
5.   τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε ή τηλικοτος, τηλικαύτη, τηλικοτο(ν) (= τόσο μεγάλος),
Η αντωνυμία οτος, ατη, τοτο κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:

Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική
οτος
ατη
τοτο
οτοι
αται
τατα
Γενική
τούτου
ταύτης
τούτου
τούτων
τούτων
τούτων
Δοτική
τούτ
ταύτ
τούτ
τούτοις
ταύταις
τούτοις
Αιτιατική
τοτον
ταύτην
τοτο
τούτους
ταύτας
τατα
Κλητική
() οτος
() ατη
-
-
-
-
Παρατηρήσεις:
1.   Μόνο η δεικτική αντωνυμία οτος, ατη, τοτο σχηματίζει κλητική στο αρσενικό και στο θηλυκό γένος του ενικού αριθμού.
2.   Η αντωνυμία κενος, κείνη, κενο κλίνεται ως τρικατάληκτο επίθετο της β’ κλίσης
3.   Το ουδέτερο των δεικτικών αντωνυμιών οτος, ατη, τοτο, κενος, κείνη, κενο και δε, δε, τόδε δεν έχει ν.
Η αντωνυμία δε, δε, τόδε κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:

Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική
δε
δε
τόδε
οδε
αδε
τάδε
Γενική
τοδε
τσδε
τοδε
τνδε
τνδε
τνδε
Δοτική
τδε
τδε
τδε
τοσδε
τασδε
τοσδε
Αιτιατική
τόνδε
τήνδε
τόδε
τούσδε
τάσδε
τάδε
Παρατηρήση:
Η αντωνυμία
δε, δε, τόδε σχηματίστηκε από το άρθρο , , τ μαζί με το εγκλιτικό δεικτικό μόριο δ στο τέλος του. Κλίνεται όπως το άρθρο και οι άτονοι τύποι του παίρνουν τον τόνο του μορίου δέ.
3. Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία

Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία είναι η αντωνυμία ατός, ατή, ατό.
Οριστική είναι, όταν χρησιμεύει για να ορίσει κάτι, να το ξεχωρίσει από τα άλλα και απαντά σε όλες τις πτώσεις.
π.χ.
Μετ δ τατα γενομένης τς στερον στρατείας, ν ατς (=αυτός ο ίδιος όχι άλλος) Ξέρξης γαγεν.
Επαναληπτική είναι μόνο στις πλάγιες πτώσεις, όταν χρησιμεύει για να επαναλάβει κάτι για το οποίο έγινε λόγος πρωτύτερα
π.χ.
Κρον δ μεταπέμπεται π τς ρχς, ς ατν (=δηλ. Κρον ) σατράπην ποίησε κα στρατηγν δ ατν πέδειξε πάντων.
Η αντωνυμία
ατός, ατή, ατό κλίνεται σαν τρικατάληκτο επίθετο της βʹ κλίσης σε -ος, -η, ον, χωρίς όμως το τελικό ν στο ουδέτερο του ενικού: ατός, ατή, ατ (γεν. ατο, ατς, ατο) κ.λπ.
Η αντωνυμία α
τός, όταν εκφέρεται μαζί με το άρθρο, σημαίνει ταυτότητα ( ατς = ο ίδιος)
π.χ.
Τ
ν γον ττικν κ το π πλεστον δι τ λεπτόγεων στασίαστον οσαν νθρωποι κουν ο ατο αεί.(οι ίδιοι πάντοτε)
4. Κτητικές αντωνυμίες

Κτητικές ονομάζονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν σε ποιον ανήκει κάτι, δηλαδή ορίζουν κτήτορα.
Σχηματίζονται από τα θέματα των προσωπικών αντωνυμιών και έχουν αντιστοίχως τρία πρόσωπα:
Αʹ για ένα κτήτορα
α
ʹ πρόσωπο: μός, μή, μν (= δικός μου, δική μου, δικό μου),
β
ʹ πρόσωπο: σός, σή, σν (= δικός σου, δική σου, δικό σου),
γ
ʹ πρόσωπο: ός, ή, ἑὸν (= δικός του, δική του, δικό του).
Βʹ για πολλούς κτήτορες
α
ʹ πρόσωπο: μέτερος, μετέρα, μέτερον (= δικός μας, δική μας, δικό μας),
β
ʹ πρόσωπο: μέτερος, μετέρα, μέτερον (= δικός σας, δική σας, δικό σας),
γ
ʹ πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (= δικός τους, δική τους, δικό τους).
Παρατηρήση:
Οι κτητικές αντωνυμίες κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της β
ʹ κλίσης σε -ος, -η, -ον και -ος, -α, -ον. Π.χ. μός, μή, μν (όπως σοφός, σοφή, σοφόν) και μέτερος, μετέρα, μέτερον ( όπως δίκαιος, δικαία, δίκαιον).
5. Αυτοπαθητικές αντωνυμίες

Αυτοπαθητικές ονομάζονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν ότι το ίδιο υποκείμενο ενεργεί και συγχρόνως παθαίνει.
π.χ.
σοκράτης κάκιστον λεγεν ρχοντα εναι τν ρχειν αυτο μ δυνάμενον.
π.χ. Τ
ν φυγόντων οδες αυτο κατηγορε, λλ το στρατηγο κα τν πλησίον κα πάντων μλλον.
Παραδείγματα κλίσης:
αʹ προσώπου

Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό
θηλυκό
αρσενικό
θηλυκό
Γενική
μαυτο
μαυτς
μν ατν
μν ατν
Δοτική
μαυτ
μαυτ
μν ατος
μν ατας
Αιτιατική
μαυτν
μαυτν
μς ατος
μς ατς

βʹ προσώπου

Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό
θηλυκό
αρσενικό
θηλυκό
Γενική
σεαυτο
σεαυτς
μν ατν
μν ατν
Δοτική
σεαυτ
σεαυτ
μν ατος
μν ατας
Αιτιατική
σεαυτν
σεαυτν
μς ατος
μς ατς

γʹ προσώπου

Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
Γενική
αυτο
αυτς
-
αυτν ή
σφ
ν ατν
αυτν ή
σφ
ν ατν
-
Δοτική
αυτ
αυτ
-
αυτος ή
σφίσιν α
τος
αυτας ή
σφίσιν α
τας
-
Αιτιατική
αυτν
αυτν
αυτ
αυτος ή
σφ
ς ατος
αυτς ή
σφ
ς ατς
αυτ
Παρατηρήσεις:
1.   Οι αυτοπαθητικές αντωνυμίες εξαιτίας της σημασίας τους συνηθίζονται μόνο στις πλάγιες πτώσεις.
2.   Οι τύποι του βʹ και γʹ προσώπου και συχνά συναιρούνται:
π.χ. σεαυτο
> σαυτο, σεαυτς > σαυτς κ.λπ.
π.χ. Γν
θι σαυτν(= γνώρισε τον εαυτό σου).
Κρατε
δ’ ες τν νόμον κεκτημένος ατς παρ’ ατ.

6. Αλληλοπαθητική αντωνυμία

Αλληλοπαθητική ονομάζεται η αντωνυμία που φανερώνει ότι δύο ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούν και παθαίνουν αμοιβαία.
π.χ.
ρ’ ο διδάσκομέν τι λλήλους;
Λόγω του ότι αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα δεν έχει ενικό αριθμό, έχει μόνο δυϊκό και πληθυντικό αριθμό. Δε συνηθίζεται στην ονομαστική αλλά μόνο στις πλάγιες πτώσεις. Έχει τρία γένη και κλίνεται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της βʹ κλίσης.

Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο

Γενική
λλήλων
λλήλων
λλήλων

Δοτική
λλήλοις
λλήλαις
λλήλοις

Αιτιατική
λλήλους
λλήλας
λληλα

7. Ερωτηματικές αντωνυμίες

Ερωτηματικές ονομάζονται οι αντωνυμίες που εισάγουν ερωτήσεις και είναι οι εξής:
1.   τίς, τί (= ποιος;),
2.   πότερος, ποτέρα, πότερον (= ποιος από τους δύο;),
3.   πόσος, πόση, πόσον
4.   ποος, ποία, ποον (= τι λογής, τι είδους;),
5.   πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (= πόσο μεγάλος; ποιας ηλικίας;),
6.   ποδαπός, ποδαπή, ποδαπν (= από ποιον τόπο;),
7.   πόστος, πόστη, πόστον (= τι θέση έχει σε μια αριθμητική σειρά πβ. δεύτερος, τρίτος κ.λπ.),
8.   ποσταος, ποσταία, ποσταον (= σε πόσες μέρες;- πβ. τριταος, τεταρταος κ.λ.π).

Όλες οι ερωτηματικές αντωνυμίες είναι τρικατάληκτες και κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε
-ος, -η, -ον, εκτός από την αντωνυμία τίς, τί που είναι τριγενής και δικατάληκτη και κλίνεται κατά τη γ΄ κλίση ως εξής:
τίς, τι

Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό / θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό / θηλυκό
ουδέτερο
Ονομαστική
τίς
τί
τίνες
τίνα
Γενική
τίνος ή το
τίνος ή το
τίνων
τίνων
Δοτική
τίνι ή τ
τίνι ή τ
τίσι(ν)
τίσι(ν)
Αιτιατική
τίνα
τί
τίνας
τίνα
8. Αόριστες αντωνυμίες

Αόριστες ονομάζονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν κάτι αόριστο, που δεν μπορεί κανείς ή δε θέλει να το ονομάσει. Οι αόριστες αντωνυμίες είναι οι εξής:
1.   τς, τ (= κάποιος),
2.   δενα, δενα, τ δενα,
3.   νιοι, νιαι,νια (= μερικοί).
Η αντωνυμία τς, τ κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:

Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό / θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό / θηλυκό
ουδέτερο
Ονομαστική
τς
τ
τινς
τιν ή ττα
Γενική
τινς ή του
τινς ή του
τινν
τινν
Δοτική
τιν ή τ
τιν ή τ
τισ(ν)
τισ(ν)
Αιτιατική
τιν
τ
τινς
τιν ή ττα
Παρατηρήσεις:
1.   Η αντωνυμία τίς, τ είναι τριγενής και δικατάληκτη, κλίνεται κατά την τρίτη κλίση, τονίζεται σε όλες τις πτώσεις στη λήγουσα, έχει άτονους τους δεύτερους τύπους στον ενικό και διπλούς τύπους στην ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού του ουδετέρου.
2.   Η αντωνυμία δενα δεν έχει εύχρηστο πληθυντικό και κλίνεται ή κατά την τρίτη κλίση (δενα, δενος, δενι κ.λπ.) ή μένει άκλιτη.
3.   Η αντωνυμία νιοι, νιαι, νια απαντά μόνο στον πληθυντικό και κλίνεται σαν τρικατάληκτο δευτερόκλιτο επίθετο.

Στις αόριστες αντωνυμίες ανήκουν και μερικά επίθετα που λέγονται
επιμεριστικές αντωνυμίες, οι οποίες ονομάζονται έτσι διότι δηλώνουν επιμερισμό από ένα σύνολο δύο ή περισσότερων ουσιαστικών. Αυτές είναι οι εξής:
1.   πς, πσα, πν (= καθένας χωρίς καμία εξαίρεση),
2.   καστος, κάστη, καστον (= καθένας),
3.   λλος, λλη, λλο,
4.   οδείς, οδεμία, οδν – μηδείς, μηδεμία, μηδν (= κανείς),
5.   μφότεροι, μφότεραι, μφότερα (= και οι δύο μαζί),
6.   κάτερος, κατέρα, κάτερον (= καθένας από τους δύο),
7.   τερος, τέρα, τερον (= άλλος, χρησιμοποιείται όταν έχουμε δύο ουσιαστικά),
8.   οδέτερος, οδετέρα, οδέτερον – μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον (= ούτε ο ένας ούτε ο άλλος),
9.   ποσός, ποσή, ποσόν (= κάμποσος),
10.                ποιός, ποιά, ποιόν (= κάποιας λογής),
11.                λλοδαπός, λλοδαπή, λλοδαπν (= από άλλο τόπο).
Παράδειγμα κλίσης:
οδείς, οδεμία, οδν

Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο

Ονομαστική
οδες
οδεμία
οδν
οδένες
Γενική
οδενς
οδεμις
οδενς
οδένων
Δοτική
οδεν
οδεμι
οδεν
οδέσι(ν)
Αιτιατική
οδένα
οδεμίαν
οδν
οδένας
Παρατηρήσεις:
1.   Οι αντωνυμίες οδες και μηδες κλίνονται όπως το αριθμητικό ες, μία, ν, αλλά στο αρσενικό γένος έχουν και πληθυντικό αριθμό: οδένες, μηδένες.
2.   Όλες οι επιμεριστικές αντωνυμίες εκτός από το πς, πσα πάσα, πν – οδείς, οδεμία, οδν και μηδείς, μηδεμία, μηδέν, κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα.
3.   Η αντωνυμία πς, πσα, πν χρησιμεύει και ως επίθετο: π.χ. πσα πόλις (= ολόκληρη η πόλη).
9. Αναφορικές αντωνυμίες

Αναφορικές ονομάζονται οι αντωνυμίες με τις οποίες μια πρόταση αναφέρεται σε λέξη άλλης πρότασης ή σε όλο το περιεχόμενο της πρότασης αυτής.
Οι αναφορικές αντωνυμίες είναι οι εξής:
1.   ς, , (= ο οποίος),
2.   σπερ, περ, περ (= αυτός ακριβώς που),
3.   στις, τις, ,τι (= όποιος),
4.   πότερος, ποτέρα, πότερον (= όποιος από τους δύο),
5.   σος, ση, σον,
6.   πόσος, πόση, πόσον (= όσος),
7.   οος, οα, οον (= τέτοιος),
8.   ποος, ποία, ποον(= όποιας λογής),
9.   λίκος, λίκη, λίκον (= όσο μεγάλος),
10.                πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (= όσο μεγάλος),
11.                ποδαπός, ποδαπή, ποδαπν (= από ποιον τόπο, σε πλάγια ερώτηση).
Η αντωνυμία στις, τις, ,τι κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:
Ενικός αριθμός

αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
Ονομαστική
στις
τις
,τι
Γενική
οτινος και του
στινος
οτινος και του
Δοτική
τινι και τ
τινι
τινι και τ
Αιτιατική
ντινα
ντινα
,τι
Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
Ονομαστική
οτινες
ατινες
τινα ή ττα
Γενική
ντινων
ντινων
ντινων
Δοτική
οστισι(ν)
αστισι(ν)
οστισι(ν)
Αιτιατική
οστινας
στινας
τινα ή ττα
Παρατήρηση:
Οι αναφορικές αντωνυμίες κλίνονται σαν τα τρικατάληκτα επίθετα της β΄ κλίσης. Η αναφορική αντωνυμία
στις, τις, ,τι σχηματίζεται από την αναφορική αντωνυμία ς, , και την αόριστη αντωνυμία τς, τί. Κλίνεται ως προς τα δύο μέρη της και διατηρεί τον τόνο του α΄ συνθετικού.
Η σπερ, περ, περ κλίνεται με τον ακόλουθο τρόπο:
Ενικός αριθμός

αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
Ονομαστική
σπερ
περ
περ
Γενική
οπερ
σπερ
οπερ
Δοτική
περ
περ
περ
Αιτιατική
νπερ
νπερ
περ
Πληθυντικός αριθμός

αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
Ονομαστική
οπερ
απερ
περ
Γενική
νπερ
νπερ
νπερ
Δοτική
οσπερ
ασπερ
οσπερ
Αιτιατική
οσπερ
σπερ
περ
Παρατηρήση:
α) Η αντωνυμία
σπερ, περ, περ σχηματίζεται από την αντωνυμία ς, , και το άκλιτο εγκλιτικό μόριο πρ (= ακριβώς). Κλίνεται και τονίζεται μόνο το α΄ συνθετικό.

Για τη μελέτη όλων των αντωνυμιών βλέπε τη Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, σελ. 136 έως 146.

Σχόλια