ΛΟΓΙΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ


βρόχοις ποσίν : με στεγνά πόδια, χωρίς κόπο (μεταφορικά)
βυσσος ψυχή το νθρώπου : ανεξερεύνητη η ψυχή του ανθρώπου
γνωστοι α βουλαί το ψίστου : άγνωστες οι σκέψεις του Θεού
γομαι καί φέρομαι : καθοδηγούμαι, παρασύρομαι
γρόν γόρασε : αδιαφόρησε, δεν ενδιαφέρθηκε
(ν) δαμιαί περιβολ : ολόγυμνος
δήριτος νάγκη : επιτακτική, άμεση ανάγκη
αδώς ργεοι : ντροπή, κύριοι ! χρειάζεται και λίγο φιλότιμο !
αέν ριστεύειν : πάντοτε να είσαι πρώτος
αχμή δόρατος : το δυνατότερο σημείο, το ισχυρότερο ατού
κουσον, κουσον : τι θράσος, τι αναίδεια !
κρον ωτον : αποκορύφωμα
λήστου μνήμης : αλησμόνητος, αξέχαστος (ειρωνικά συνήθως)
λλοθι : αλλού – δικαιολογία, ελαφρυντικό (μτφ)
μα τ μφανίσει (γενέσει κ.α.) : με την εμφάνιση ….
μαχητί : χωρίς μάχη, χωρίς αντίσταση
μ’ πος μ’ ργον : μόλις το είπε και το έκανε
μισθί : χωρίς μισθό
μοιρος εθυνν : χωρίς ευθύνη
νάγκ καί θεοί πείθονται : στην ανάγκη υποκύπτουν ακόμη και θεοί
νακρούω πρύμναν : οπισθοχωρώ
νάστα Κύριος : χαμός, φασαρία (μτφ)
ναφανδόν : φανερά
νεπιστρεπτί : χωρίς επιστροφή
νευ χαρτοφυλακίου : υπουργός χωρίς υπουργείο
νήκεστος βλάβη : αθεράπευτη βλάβη
νθρακες θησαυρός : ο θησαυρός αποδείχτηκε ασήμαντος
ντίπαλον δέος : αντίπαλος ίσης αξίας που εξασφαλίζει την ισορροπία
ντί πινακίου φακς : για ένα ασήμαντο ποσό
νω ποταμν : εξωφρενικός, παράλογος
νωτέρα βία : εξωτερικός εξαναγκασμός
παγε τς βλασφημίας : μη το πεις αυτό (γιατί θα είναι βλασφημία)
π’ κρου ες κρον : παντού
παξ διά παντός : μια για πάντα
πείρου κάλλους : απαράδεκτα πράγματα
π’ ναντίας : αντίθετα
πεταξάμην τόν Σατανν : για πρόσωπο ή συνήθεια που εγκαταλείψαμε ή απαρνηθήκαμε (από το μυστήριο της βάφτισης)
πευκταον : δυσάρεστο, συμφορά
πέχω παρασάγγας : απέχω πάρα πολύ
πνευστί : χωρίς αναπνοή, μονορούφι
πό μνημονεύτων χρόνων : από τα αρχαιότατα χρόνια
ποδημ ες Κύριον : πεθαίνω
ποδιοπομπαος τράγος : εξιλαστήριο θύμα, αυτός που φορτώνεται τις ευθύνες των άλλων
ποκηρύσσω μετά βδελυγμίας : αποδοκιμάζω κάτι με αηδία
ποκύημα φαντασίας : δημιούργημα φαντασίας, ψέμα
πολωλός πρόβατον : παραστρατημένος, αυτός που βγήκε από το δρόμο του Θεού
πό μηχανς θεός : άνθρωπος που δίνει λύση στο αδιέξοδο
πονενοημένον διάβημα : πράξη απόγνωσης
πορία ψάλτου βήξ : λέγεται γι’ αυτούς που προβάλλουν εύκολα αβάσιμες δικαιολογίες, όταν βρεθούν σε δυσχερή θέση
πορ καί ξίσταμαι : τα’ χω εντελώς χαμένα
ποφράς μέρα : καταραμένη μέρα
ρατε πύλας : ανοίξτε τις πόρτες
ργία στί μήτηρ κακίας : η έλλειψη εργασίας γεννά κακές πράξεις
ρδην : τελείως, συθέμελα
ρον  ρον : με το έτσι θέλω (μεταφορικά)
ρτος καί θεάματα : μεγαλειώδη θεάματα για εντυπωσιασμό του λαού
ρχς γενομένης : αρχίζοντας από
σθενής καί δοιπόρος μαρτίαν οκ χει : για όσους παραβιάζουν τη νηστεία λόγω αρρώστειας ή ταξιδιού
σκαρδαμυκτί : χωρίς ανοιγοκλείσιμο των ματιών
σκός το Αόλου : αφήνω να ξεχυθούν μύρια κακά
ς ψεται (, κ.λ.π.) : φταίει ο, η …
συζητητί : χωρίς συζήτηση
σωτος υός : σπάταλος, διεφθαρμένος άνθρωπος
τιμωρητί : χωρίς τιμωρία
αθημερόν : την ίδια μέρα
αθωρεί καί παραχρμα : αμέσως, στη στιγμή
ατός φα : αυτός το είπε (κάποιος με κύρος, άρα δεν κάνει λάθος)
φεσις μαρτιν : συγχώρεση
φ΄ νός μέν … φ’ τέρου δέ : από τη μια … από την άλλη
φ’ ψηλο : από ψηλά, με περιφρόνηση
χίλλειος πτέρνα : αδύνατο σημείο
ψε σβσε : πολύ γρήγορα
βαδίζω τήν πεπατημένην : ακολουθώ την παραδοσιακή πορεία
βαίνω κατ΄ εχήν : προχωρώ ευνοϊκά
βασιλικώτερος το βασιλέως : πιο βασιλικός από τον ίδιο το βασιλιά, πολύ φανατικός
βίος βίωτος : ζωή ανυπόφορη
βίος καί πολιτεία : άνθρωπος με ζωή γεμάτη περιπέτειες, ανήθικος άνθρωπος
γαα πυρί μειχθήτω : ας καταστραφούν όλα
γελ μωρός κν τι μή γελοον : ο ανόητος γελά, ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτα αστείο
γενεαί δεκατέσσαρες (τον πέρασε) : του έβρισε όλο του το σόι
γ καί δωρ (δίδω) : παραδίδομαι άνευ όρων
γηραιά λβιών : λέγεται για την παμπόνηρη Βρετανία
γηράσκω εί πολλά διδασκόμενος : όσο γερνώ τόσο μαθαίνω
γς Μαδιάμ : άνω κάτω, πλήρης καταστροφή
γ τς παγγελίας : επίγειος παράδεισος, εκπλήρωση προσδοκιών
γλσσα λανθάνουσα (τ΄ ληθ λέγει) : λέγεται όταν από απροσεξία λέμε κάτι που θέλουμε να αποκρύψουμε
γνθι σαυτόν : γνώρισε τον εαυτό σου
γόρδιος δεσμός : πρόβλημα δύσκολο να λυθεί
γραμματες καί Φαρισαοι ποκριταί : υποκριτές, διπρόσωποι άνθρωποι
δαίμων το τυπογραφείου : ο «υπεύθυνος» για τα τυπογραφικά λάθη
δαμόκλειος σπάθη : κίνδυνος που διαρκώς μας απειλεί
δερο ξω : βγες έξω (το είπε ο Χριστό στο νεκρό Λάζαρο)

δημοσί δαπάν : με έξοδα του κράτους
διά βίου : σε όλη τη ζωή
διά βος : με βοή, με φωνές
διά βραχέων : με λίγα λόγια
διαίρει καί βασίλευε : να προκαλείς διχόνοια για να μπορείς να εξουσιάζεις
διά γυμνο φθαλμο : με γυμνό μάτι, χωρίς μικροσκόπιο
διάγω βίον : περνώ ζωή
διά ζώσης : προφορικά
διά πυρός καί σιδήρου : με κάθε μέσο ακόμα και βίαια
διά ροπάλου : με βίαιο τρόπο
διαρρηγνύω τά μάτια : διαμαρτύρομαι εντονότατα
διαρρήδην : κατηγορηματικά
διά τς πλαγίας δο : μέσω της διπλωματίας
διά τόν φόβον τν ουδαίων : για κάθε ενδεχόμενο
διά χειρός : με το χέρι
διέλαθε τς προσοχς : ξέφυγε από την προσοχή
δίκαιον τς πυγμς : το δίκαιο του ισχυρότερου
δίκην + γενική : σαν, όπως ακριβώς
διυλίζοντες τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες : για ανθρώπους υποκριτές που γκρινιάζουν για ασήμαντα πράγματα και ανέχονται άλλα πολύ σοβαρότερα
δοθείσης εκαιρίας : αν δοθεί ευκαιρία
δοναι καί λαβεν : δοσοληψίες, πάρε – δώσε
δούρειος ππος  : μέσο εξαπάτησης (μεταφορικά)
δρακόντεια μέτρα : πολύ σκληρά μέτρα
δράττομαι τς εκαιρίας : αρπάζω την ευκαιρία
δρυός πεσούσης πς νήρ ξυλεύεται : όταν κανείς δυστυχήσει, όλοι κοιτάζουν να επωφεληθούν από τη δυστυχία του
δρον δωρον : άχρηστο, ανώφελο
γινε πρ καί μανία : θύμωσε πάρα πολύ
δέησε : έγινε δυνατό
εθισται : είναι συνηθισμένο
επα καί λάλησα, μαρτίαν οκ χω : ξεκαθάρισα από πριν τη θέση μου, τώρα δεν έχω καμία ευθύνη για ό,τι έγινε ή θα γίνει
ερήσθω ν παρόδ : ας πούμε με την ευκαιρία αυτή
ες (ς) αριον τά σπουδαα : ας αφήσουμε για αύριο τα πιο σημαντικά ζητήματα
ες πήκοον : φανερά, μπροστά σε όλους
ες κόρακας : στο διάβολο (μεταφορικά)
ες μάτην : μάταια
ες τά ξ ν συνετέθη : από τα οποία έχει φτιαχθεί ( για κάτι που διαλύεται)
ες τάς γκάλας το Μορφέως : σε βαθύτατο ύπνο
ες τάς λληνικάς καλένδας : για κάτι που αναβάλλεται ή δε θα γίνει ποτέ
ες τό διηνεκές : για πάντα
ες τόν λάκκον τν λεόντων : πολύ δύσκολη και επικίνδυνη κατάσταση
ες τόπον χλοερόν : σε μέρος δροσερό (από τη νεκρώσιμη ακολουθία)
ες τό πρ τό ξώτερον : στην κόλαση
ες τα μή κουόντων : για ανθρώπους που δεν ακούνε
κατέρωθεν : και από τις δύο πλευρές
κ βάθρων : από τα θεμέλια, από τις ρίζες
κ γενετς : από τη στιγμή της γέννησης

κ νέου : πάλι, ξανά
κπάγλου καλλονς : εξαιρετικής ωραιότητας
κ παραδρομς : από απροσεξία
κ περιτροπς : ο ένας μετά τον άλλο, διαδοχικά
κ προοιμίου : εξαρχής
κτοξεύω μύδρους : επιτίθεμαι με σφοδρές κατηγορίες
κ το μή ντος : από το τίποτε
κ το πονηρο : με κακή πρόθεση
κ τν νόντων : με ό,τι υπάρχει, όπως όπως
κ τν προτέρων : από πρωτύτερα (a priori)
κ τν στέρων : έπειτα (a posteriori)
κ τν ν οκ νευ : απαραίτητος, αναντικατάστατος
κών κων : θέλοντας και μη
λαφρ τ καρδί : επιπόλαια, αστόχαστα
λέ (το, τς …) : με την παρέμβαση, με τη βοήθεια …
να λλά λέοντα : για κάποιον που, αν και μόνος σε μια δύσκολη κατάσταση, τα καταφέρνει μια χαρά
ναρκτήριον λάκτισμα : σύνθημα έναρξης, έναρξη
ν βρασμ ψυχς : σε στιγμή ψυχικής σύγχυσης και ταραχής
ν διαστάσει : λέγεται για ανδρόγυνα που ετοιμάζονται να χωρίσουν
νδον σκάπτε : εξέταζε βαθιά τον εαυτό σου
ν δυνάμει – ν νεργεί : για κάτι ή κάποιον που δεν είναι τώρα αλλά μπορεί να γίνει στο μέλλον – για κάτι ή κάποιον που είναι ήδη
ν εθέτ χρόν : σε κατάλληλο χρόνο
νθάδε κεται : εδώ είναι θαμμένος
νθεν καί νθεν : και από τη μια και από την άλλη πλευρά
ν καιρ : κάποτε
ν κατακλεδι : τελειώνοντας, στο τέλος
ν νόματι : στο όνομα
νός κακο μύρια πονται : το ένα κακό ακολουθούν πολλά άλλα
ν ριπ φθαλμο : ακαριαία, ξαφνικά
ν τάχει : γρήγορα, βιαστικά
ν τέλει : τελικά
ν τ ρύμ το λόγου : στη ροή της κουβέντας
ν χορ : όλοι μαζί, ταυτόχρονα
νώπιος νωπί : πρόσωπο με πρόσωπο, τετ α τετ
ξ γχιστείας : συγγένεια από γάμο (αντίθετο : ξ αίματος)
ξ παλν νύχων : από μικρό παιδί
ξ παντος : οπωσδήποτε
ξαπίνης : ξαφνικά, απροσδόκητα
ξάψαλμος (ψάλλω τον …) : του έκανε πολλές παρατηρήσεις
ξ μισείας : μισά μισά
ξ δίων τά λλότρια : όταν κρίνει κανείς ξένες υποθέσεις με βάση τις δικές του
ξ οκείων τά βέλη : επιθέσεις που προέρχονται από φιλικά πρόσωπα
ξ νυχος τόν λέοντα : όταν μπορούμε να καταλάβουμε το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από μια μικρή ένδειξη
ξώλης καί προώλης : ανήθικος, διεστραμμένος
π’ ατοφόρ : τη στιγμή της κλοπής ή της παρανομίας
πεα πτερόεντα : λόγια του αέρα
πέκεινα : πέρα από, μακρύτερα
πεται συνέχεια : συνεχίζεται
πέχει θέσιν : αντικαθιστά

πί κεφαλς : αρχηγός
πί ξύλου κρεμάμενος : αδέκαρος, σε άθλια κατάσταση
πί ξυρο κμς : στην κόψη του ξυραφιού, σε κρισιμότατο σημείο
πιούσιος : το καθημερινό ψωμί
πί παντός πιστητο : για κάθε ζήτημα
πί τάπητος : υπό συζήτηση (μεταφορικά)
πί τόν τύπον τν λων : για ανθρώπους δύσπιστους που θέλουν απτές αποδείξεις για να πειστούν για κάτι
π’ οδενί : με κανένα λόγο, με τίποτε
ργα καί μέραι : πράξεις, κατορθώματα, ανήθικα πράγματα
ρήμην : χωρίς να είναι παρών
σχάτη τν ποινν : θανατική ποινή
τερον μισυ : ο σύζυγος ή η σύζυγος
εαγές δρυμα : φιλανθρωπικό ίδρυμα
εήκοον ος (τείνω) : ακούω με ευνοϊκή διάθεση
ερηκα, ερηκα : το βρήκα, το βρήκα
εσεβες πόθοι : μάταιες ελπίδες
χουσι γνσιν ο φύλακες : έχουν παρθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα
χω περί πολλο : τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση
ζντες καί τεθνετες : ζωντανοί και πεθαμένοι
γγικεν ρα : έφτασε η ώρα
ξωθεν καλή μαρτυρία : η επιδοκιμασία και καλή γνώμη του κόσμου
σχύς ν τ νώσει : η δύναμη στην ενότητα
κατιοσα : ο κατήφορος
κιστα : ελάχιστα
λίου φαεινότερον : ολοφάνερο
μαρτον : συγγνώμη
ξεις φήξεις : λέγεται για κάτι διφορούμενο ή ασαφές
σαου τό νάγνωσμα : μεγάλη ιστορία που δε μας ενδιαφέρει
σσονος σημασίας : μικρότερης σημασίας
Θεο θέλοντος : αν θέλει ο Θεός
θεράπων ατρός : ο γιατρός που μας παρακολουθεί
θο, Κύριε, φυλακήν τ στόματί μου : φύλαξέ με, Κύριε, να μην πω κάτι κακό
δίοις μμασιν : με τα ίδια του τα μάτια
δού Ρόδος δού καί τό πήδημα : πρόσκληση σε κάποιον να πραγματοποιήσει κάτι που ισχυρίζεται ότι μπορεί να κάνει
δού νυφίος ρχεται : απροσδόκητη εμφάνιση προσώπου καθοριστικού σε μια περίσταση
θύνουσα τάξις : η τάξη που κυβερνά
θύνων νος : αυτός που διευθύνει μια επιχείρηση, ο «εγκέφαλος» της
ώβειος πομονή : πολύ μεγάλη υπομονή
καθεστηκυα τάξις : κυρίαρχο σύστημα
καινά δαιμόνια : νέες, επαναστατικές ιδέες
καλ τ πίστει : καλοπροαίρετα
καλς χόντων τν πραγμάτων : αν η κατάσταση είναι καλή
κατά κόρον : σε υπερβολικό βαθμό
κατά κράτος : ολωσδιόλου, εντελώς
κατά πόδας (κολουθώ) : κυνηγώ
κατ’ ποκοπήν : για αμοιβή που υπολογίζεται εκ των προτέρων συνολικά για όλη την εργασία και καταβάλλεται εφάπαξ και όχι τμηματικά σε ημερομίσθια

κατά συνθήκην ψεύδη : συμβατικά , τυπικά ψεύδη
κατά συρροήν : συνεχόμενα
κατά τό δοκον : κατά τη γνώμη του, αυθαίρετα
κατά φαντασίαν σθενής : άρρωστος στη φαντασία του
κατ’ ξοχήν : κυρίως
κατόπιν ορτς : αργά πια, τώρα είναι ανώφελο
κεκλεισμένων τν θυρν : με κλειστές πόρτες, χωρίς την παρουσία κοινού
κεραυνός ν αθρί : για κάτι ξαφνικό και αναπάντεχο
κλεινόν στυ : ένδοξη πόλη (λέγεται κυρίως για την Αθήνα)
κοιμμαι τόν πνον το δικαίου : δεν παίρνω χαμπάρι τι γίνεται γύρω μου
κοιν συναινέσει : με κοινή συγκατάθεση
κομίζω γλακα ς θήνας : παρουσιάζω ως καινούριο κάτι ήδη γνωστό
κολοφών δόξης : αποκορύφωμα δόξας
κρανίου τόπος : κόλαση (μεταφορικά)
κράτος ν κράτει : κάθε ομάδα που συμπεριφέρεται ως αυτόνομη εξουσία στο πλαίσιο ενός αυτόνομου κράτους
κροκοδείλια δάκρυα : υποκριτικά δάκρυα
κτμα ς εί : αιώνιο απόκτημα
κύκνειον σμα : τελευταίο έργο ενός πνευματικού δημιουργού πριν το θάνατό του
λαμβάνει χώραν : συμβαίνει
λευκή περιστερά : εντελώς αθώος
λίθοι καί πλίνθοι καί κέραμοι τάκτως ρριμμένα : για πράγματα που βρίσκονται σε μεγάλη αταξία ή σύγχυση
μακάριοι ο πτωχοί τ πνεύματι : καλότυχοι οι κουτοί, οι αγαθιάρηδες
μάννα ξ ορανο : ανέλπιστη βοήθεια
μάντις κακν : προφήτης συμφορών
ματαιότης ματαιοτήτων (τά πάντα ματαιότης) : όλα είναι μάταια
μάχαιραν δώσεις μάχαιραν λαμβάνεις : ό,τι κακό κάνει κανείς, ίδιο κακό θα τον βρει
μετά βαων καί κλάδων : θριαμβευτική υποδοχή
μεταξύ σφύρας καί κμονος : ανάμεσα σε δύο κακά, σε δύο εμπόδια
μέτρον ριστον : απόφευγε τα άκρα, ακολούθησε τη μεσότητα
μέχρι κεραίας : με απόλυτη ακρίβεια, με κάθε λεπτομέρεια
μέχρι μυελο στέων : ως το τέλος, τελείως
μέχρι ποδείξεως το ναντίου : μέχρι ν’ αποδειχτεί το αντίθετο
μέχρις σχάτων : ως το τέλος, ως το θάνατο
μηδέν γαν : μην κάνεις τίποτα υπερβολικό
μηδενός ξαιρουμένου : χωρίς καμία εξαίρεση
μλον τς ριδος : αντικείμενο διεκδίκησης, αιτία διαμάχης
μή μου πτου : πολύ ευαίσθητος, μυγιάγγιχτος
μνήσθητί μου, Κύριε : τι’ ναι τούτο πάλι (μτφ)
μόλις καί μετά βίας : με πολύ μεγάλη δυσκολία
νόστιμον μαρ : ημέρα επιστροφής στην πατρίδα από τα ξένα
νυχθημερόν : νύχτα και ημέρα
ξένιος Ζεύς : ο Δίας, ο προστάτης της φιλοξενίας
ξύλον πελέκητον : άνθρωπος αγράμματος και άξεστος
ξ πορρήτων : ο ιδιαίτερος γραμματέας, ο μυστικοσύμβουλος
ο καιροί ο μενετοί : οι περιστάσεις δεν επιτρέπουν αδράνεια
ο παροικοντες ν ερουσαλήμ : όσοι γνωρίζουν τα γεγονότα
κλαδόν : κάθισμα στο δάπεδο σταυροπόδι

κύβος ρρίφθη : λέγεται όταν παίρνεται μια κρίσιμη απόφαση (μτφ)
μή γένοιτο : πράγμα που εύχομαι να μη γίνει
μφαλός τς γς : το κέντρο της γης
νειρον θερινς νυκτός : επιθυμία που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί
νον νοείτω : όποιος έχει μυαλό, ας καταλάβει
περ δει δεξαι : αυτό που έπρεπε να αποδειχθεί, αποδείχτηκε
που ο πίπτει λόγος πίπτει ράβδος : όπου δεν πιάνει «λόγος», πέφτει ξύλο
πρτος διδάξας : ο πρώτος που το δίδαξε
σονούπω : σε λίγο χρόνο, όπου να’ ναι
τελευταος τροχός τς μάξης : άνθρωπος που δεν έχει καμία εξουσία
οαί τος ττημένοις : αλίμονο στους νικημένους
ο γάρ ρχεται μόνον : λέγεται για τα γηρατειά και τα κακά που φέρνουν
οδείς γνωμονέστερος το εεργετηθέντος : κανείς πιο αχάριστος απ’ αυτόν που ευεργετήθηκε
οδείς μετά Χριστόν προφήτης : για όποιον ισχυρίζεται ότι ήξερε κάτι όταν πλέον είναι γνωστό σε όλους
οδέν κακόν μιγές καλο : δεν υπάρχει κάτι δυσάρεστο που να μην έχει και ευχάριστες πλευρές
οδέν κρυπτόν πό τόν λιον : τίποτε δεν μπορεί να παραμείνει κρυφό για πάντα
οδόλως : καθόλου, με κανένα τρόπο
οκ ν λάβοις παρά το μή χοντος : δεν μπορείς να πάρεις από
εκείνον που δεν έχει
οκ ν τ πολλ τό ε : το καλό δε βρίσκεται στο πολύ, η ποιότητα όχι στην ποσότητα
οκ π’ ρτ μόν ζήσεται νθρωπος : ο άνθρωπος έχει και πνευματικές ανάγκες, εκτός από υλικές
ο παντός πλεν ς Κόρινθον : δεν μπορεί ο καθένας να ταξιδέψει στην Κόρινθο, ν’ αποκτήσει δηλ. ένα ακριβό πράγμα
οριος νεμος : ευνοϊκός αέρας
οτω καθ’ξς : και με όμοιο τρόπο στα επόμενα
οτως χόντων τν πραγμάτων : αφού έτσι έχουν τα πράγματα
οτως λλως : έτσι ή αλλιώς, οπωσδήποτε
φθαλμόν ντί φθαλμο : αντεκδίκηση, ό,τι μου έκανες θα σου κάνω
ψόμεθα : θα δούμε
παιδιόθεν : από την παιδική ηλικία
παίζομεν ν ο παικτος : ασχολούμαστε επιπόλαια με πράγματα σοβαρά
πακτωλός χρημάτων : άφθονα χρήματα
πάλαι ποτέ : κάποτε στο παρελθόν
πάντα ρε : όλα αλλάζουν, τίποτε δε μένει σταθερό
πάππου πρός πάππον : από πολύ παλιά
παρανάλωμα το πυρός (γίνομαι) : καίομαι εντελώς, ολοκληρωτικά
παρά φύσιν : αντίθετα με τη φύση, μη φυσιολογικά
παρέδωκε τό πνεμα : πέθανε, τελείωσε
παρελθέτω π’ μο το ποτήριον τοτο : όταν θέλουμε ν’αποφύγουμε μια δύσκολη κατάσταση
παρ’λπίδα : χωρίς να το περιμένει κανείς
παρρησί : με θάρρος και ειλικρίνεια

πάσης φύσεως : κάθε είδους
πατες με πατ σε : λέγεται για μεγάλο συνωστισμό
πενία τέχνας κατεργάζεται : οι στερήσεις μας κάνουν εφευρετικούς
περαιτέρω : πιο πέρα, παρακάτω
περί έρων και δάτων : για άσχετα πράγματα
περί λλα τυρβάζ : ασχολείται με άσχετα πράγματα
περίοδος σχνν γελάδων : εποχή φτώχειας
περί ρέξεως οδείς λόγος : μη ρωτάτε για όρεξη, έχουμε πολλή
περιούσιος λαός : λαός εκλεκτός
περιπλανώμενος ουδαος : περιπλανώμενος άνθρωπος
πέτρα σκανδάλου : η αιτία του σκανδάλου
πλανμαι πλάνην οκτράν : ξεγελιέμαι
πλήρης μερν : άνθρωπος πολύ μεγάλης ηλικίας
πλούσια τά λέη σου : πλούσια τα αγαθά που μας χαρίζεις
πνέω (τά) μένεα : είμαι φοβερά θυμωμένος
πνέω τά λοίσθια : βρίσκομαι στα πρόθυρα του θανάτου
πόθεν σχες : από πού τα απέκτησες ; - φορολογική διάταξη με την οποία δηλώνουμε τον τρόπο με τον οποίο αποκτάμε τα χρήματα για την αγορά περιουσιακών στοιχείων
πρηνηδόν : μπρούμυτα
πρό μνημονεύτων χρόνων : εδώ και πάρα πολλά χρόνια
πρός πίρρωσιν : για ενίσχυση
πρός κέντρα λακτίζεις : ματαιοπονείς
πρόσω λοταχς : εμπρός με όλη την ταχύτητα
πρό τετελεσμένου γεγονότος : μπροστά σε τελεσίδικο γεγονός
πρό τν πυλν : πολύ κοντά
πύξ λάξ : με μπουνιές και κλωτσιές
πύρρειος νίκη : νίκη με τόσες απώλειες που ισοδυναμεί με ήττα
σαρδόνιος γέλως : γέλιο σαρκαστικό και μοχθηρό
σημεα καί τέρατα : τρομερά, απίστευτα ή απαράδεκτα πράγματα
σιγήν χθύος : απόλυτη σιωπή
σισύφειον ργον : ματαιοπονία
σιωπή τν μνν : για σφαγή αθώων που δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν
σολομώντειος λύσις : έξυπνη λύση ενός προβλήματος που ικανοποιεί όλους
σπείρω νέμους καί θερίζω θυέλλας : κάνω κάτι κακό που στρέφεται εναντίον μου
σπεδε βραδέως : προχώρα σ’ ό,τι έχεις σκοπό να κάνεις χωρίς βιασύνη αλλά με σύνεση
στεντόρεια φωνή : δυνατή και βροντώδη φωνή
στήλη λατος (μένω) : μένω ακίνητος από έντονη έκπληξη
στμεν καλς : ας σταθούμε με προσοχή και ευλάβεια
συλλήβδην : συνολικά, όλοι μαζί
συμβαίνει καί ες Παρισίους : το λέμε για παράξενα περιστατικά  που συμβαίνουν και σε πολιτισμένα μέρη
σύν θην και χερα κίνει : μην περιμένεις τα πάντα από το Θεό, προσπάθησε και συ
σύν γυναιξί καί τέκνοις : με τις οικογένειές τους
σύν τος λλοις : εκτός από τ’ άλλα, επίσης
σώας τάς φρένας (χω) : έχω τα λογικά μου, δεν είμαι τρελός
τ΄γαθά κόποις κτνται : τα αγαθά αποκτούνται με μόχθο
τά δυτα τν δύτων : τα πιο βαθιά και απροσπέλαστα μέρη

τά ν οκ μή ν δήμ : τα προσωπικά μας δεν πρέπει να βγαίνουν στη δημοσιότητα
τά ξ μάξης : προσβολές, βρισιές
τά καθέκαστα : τα γεγονότα, οι λεπτομέρειες
τά κακς κείμενα : το σύνολο των αρνητικών πλευρών μιας κατάστασης
τνάπαλιν : το αντίστροφο, το αντίθετο
τά παιδία παίζει : για ενήλικους που φέρονται με παιδικό τρόπο
τά (το) Καίσαρος (τ) Καίσαρι : ας αποδίδουμε στον καθένα ό,τι του αρμόζει
ταρος ν αλοπωλεί : τα έκανε γυαλιά καρφιά, άνω κάτω
τείνω χερα βοηθείας : προσφέρω βοήθεια
τήν γουσαν: (πήρε) το δρόμο προς …
τήν νάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος : προθυμοποιούμαι να κάνω κάτι που αναγκαστικά θα έκανα
τηρουμένων τν ναλογιν : όταν συγκρίνουμε πράγματα που ξέρουμε ότι δεν έχουν απόλυτη ομοιότητα
τηρ τά προσχήματα : υποκρίνομαι
τιμς νεκεν : για να τιμηθεί  (ένα πρόσωπο)
(αλτ) τίς ε ; : (στοπ), ποιος είσαι ;
τό δίς ξαμαρτεν οκ νδρός σοφο : το να κάνει κάποιος το ίδιο σφάλμα δύο φορές δε δείχνει σοφό άνθρωπο
τό ε ζν : το να ζει κανείς καλά
τό ζν πικινδύνως : το να ζει κάποιος επικίνδυνα
τό κατά δύναμιν : αυτό που μπορούμε
τό μέν πνεμα πρόθυμον, δέ σάρξ σθενής : έχω τη διάθεση αλλά όχι και τη δύναμη να κάνω κάτι
τό μή χερον βέλτιστον : από δύο κακά προτιμότερο είναι το λιγότερο κακό
τόν ρτον τον πιούσιον : την καθημερινή τροφή
τό πεπρωμένον φυγεν δύνατον : δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει από τη μοίρα του
τό πλήρωμα το χρόνου : ο κατάλληλος καιρός
τό πρ το ξώτερον : η κόλαση
το λόγου τό σφαλές : η απόδειξη του λόγου
τούς ζυγούς λύσατε : διαλυθείτε (γυμναστικό παράγγελμα)
τοτέστιν : δηλαδή
τραγέλαφος : αλλόκοτο και αφύσικο πράγμα
τρικυμία ν κρανί : σύγχυση, τα’ χω χαμένα
τύπος καί πογραμμός : υπόδειγμα ανθρώπου
τύχ γαθ : με καλή τύχη
τν παθν μου τόν τάραχον : μεγάλα βάσανα
τ ντι : πράγματι
παγε πίσω μου, σαταν : λέγεται όταν παρουσιάζεται κάποιος επικίνδυνος πειρασμός που θέλουμε ν’ αποφύγουμε
π΄ τμόν (είμαι) : είμαι σ’ αναμονή για να φύγω ή σ’ ετοιμότητα να κάνω κάτι
περάνω πάσης ποψίας : για άτομα που με τίποτα δεν υποπτευόμαστε
περβαίνω τά σκαμμένα : ξεπερνώ τα όρια
πέρ βωμν καί στιν : για τα όσια και τα ιερά της πατρίδας μας
πέρ πίστεως καί πατρίδος : για την  πίστη και την πατρίδα
πέρ τό δέον : περισσότερο απ’ όσο πρέπει
πό μάλης : κάτω από τη μασχάλη (στρατιωτικό παράγγελμα για τα όπλα)
πό τήν αγίδα : υπό την προστασία

πό τήν πήρειαν : κάτω από την επίδραση
φάσκω καί ντιφάσκω : λέω και ξελέω
φαλος κύκλος : ανώμαλη κατάσταση που δεν έχει διέξοδο
φείδου χρόνου : μη σπαταλάς το χρόνο σου
φέρ’ επεν : παραδείγματος χάρη
φέρω βαρέως : μου είναι αφόρητο
φέρω ες πέρας : ολοκληρώνω
φοβο τούς Δαναούς καί δρα φέροντας : να φοβάσαι τους εχθρούς, έστω κι αν φέρνουν δώρα, να είσαι δηλ. επιφυλακτικός
φύλλον συκς : κάθε μικρό ή τολμηρό ρούχο που αφήνει ακάλυπτο μεγάλο μέρος του σώματος
φύρδην μίγδην : ανάκατα, άνω – κάτω
φύσει καί θέσει : εκ φύσεως και εκ θέσεως
φωνή βοντος ν τ ρήμ : όταν μια χρήσιμη συμβουλή αντιμετωπίζεται με αδιαφορία
φωνή λαο ργή Θεο : η κινητοποίηση  του λαού έχει μεγάλη δύναμη
χαίρω κρας γείας : είμαι πολύ καλά στην υγεία μου
χαρς εαγγέλια (χω) : νιώθω μεγάλη χαρά
χάρμα φθαλμν : απόλαυση των ματιών
χος ε καί ες χον πελεύσει : χώμα είσαι και στο χώμα θα καταλήξεις (από τη νεκρώσιμη ακολουθία)
χριστιανά τά τέλη τς ζως μν : ας έχουμε χριστιανικό τέλος
ψυχ τε καί σώματι : με όλες τις δυνάμεις
δινεν ρος καί τεκε μν : κατέβαλε πολλές προσπάθειες με μηδαμινό αποτέλεσμα
σαννά ν τος ψίστοις : δόξα στον ύψιστο Θεό
ς δέλεαρ : σα δόλωμα
ν οκ στιν ριθμός : αμέτρητος
ς διά μαγείας : με τρόπο μαγικό
ς εθισται : καθώς συνηθίζεται
σεί παρών : σα να ήταν παρών
ς κ θαύματος : σα να έγινε θαύμα
ς κ τούτου : για το λόγο αυτό, επομένως
ς πί τό πλεστον : τις περισσότερες φορές
ς κόρην φθαλμο : σαν κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο και ευπαθές
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ
Μολών λαβέ : έλα να τα πάρεις (ο Λεωνίδας στον Ξέρξη όταν του ζήτησε να παραδόσει τα όπλα στις Θερμοπύλες)
τε , παδες λλήνων : εμπρός Έλληνες ! (στη ναυμαχία της Σαλαμίνας)
Μηδένα πρό το τέλους μακάριζε : μη λες για κανένα πόσο τυχερός είναι πριν δεις το τέλος του (ο Σόλωνας στον Κροίσο)
άλω πόλις : κυριεύτηκε η Κωνσταντινούπολη (από τους Τούρκους)
Νίπτω τάς χείρας μου : ο Πόντιος Πιλάτος στη δίκη του Χριστού
ν οδα, τι οδέν οδα : ένα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα (Σωκράτης)
Νενίκηκά σε Σολομών : σε νίκησα Σολομώντα (ο Ιουστινιανός στα εγκαίνια της Αγια –Σοφιάς)
Δυστυχς πτωχεύσαμεν : ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης για τη χρεοκοπία της Ελλάδας το 1897
Τις γορεύειν βούλεται ; : ποιος θέλει να μιλήσει δημόσια στο λαό ;
Και σύ τέκνον, Βρούτε ; : για δικό μας άνθρωπο όταν αναπάντεχα ανακαλύπτουμε ότι μας πρόδωσε ( τα τελευταία λόγια του Ιούλιου Καίσαρα πριν δολοφονηθεί)

Σχόλια